헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δουλόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δουλόω

형태분석: δουλό (어간) + ω (인칭어미)

어원: dou=los

  1. to enslave

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δουλῶ

δουλοῖς

δουλοῖ

쌍수 δουλοῦτον

δουλοῦτον

복수 δουλοῦμεν

δουλοῦτε

δουλοῦσιν*

접속법단수 δουλῶ

δουλοῖς

δουλοῖ

쌍수 δουλῶτον

δουλῶτον

복수 δουλῶμεν

δουλῶτε

δουλῶσιν*

기원법단수 δουλοῖμι

δουλοῖς

δουλοῖ

쌍수 δουλοῖτον

δουλοίτην

복수 δουλοῖμεν

δουλοῖτε

δουλοῖεν

명령법단수 δούλου

δουλούτω

쌍수 δουλοῦτον

δουλούτων

복수 δουλοῦτε

δουλούντων, δουλούτωσαν

부정사 δουλοῦν

분사 남성여성중성
δουλων

δουλουντος

δουλουσα

δουλουσης

δουλουν

δουλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δουλοῦμαι

δουλοῖ

δουλοῦται

쌍수 δουλοῦσθον

δουλοῦσθον

복수 δουλούμεθα

δουλοῦσθε

δουλοῦνται

접속법단수 δουλῶμαι

δουλοῖ

δουλῶται

쌍수 δουλῶσθον

δουλῶσθον

복수 δουλώμεθα

δουλῶσθε

δουλῶνται

기원법단수 δουλοίμην

δουλοῖο

δουλοῖτο

쌍수 δουλοῖσθον

δουλοίσθην

복수 δουλοίμεθα

δουλοῖσθε

δουλοῖντο

명령법단수 δουλοῦ

δουλούσθω

쌍수 δουλοῦσθον

δουλούσθων

복수 δουλοῦσθε

δουλούσθων, δουλούσθωσαν

부정사 δουλοῦσθαι

분사 남성여성중성
δουλουμενος

δουλουμενου

δουλουμενη

δουλουμενης

δουλουμενον

δουλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δουλοῖ γὰρ φρόνημα τὸ αἰφνίδιον καὶ τὸ ἀπροσδόκητον καὶ τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμβαῖνον· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 47 2:3)

    (디오니시오스, , chapter 47 2:3)

  • καὶ κίβδηλον ἐχόντων τὸ γένοσ σφάλλεσθαι καὶ ταπεινοῦσθαι πέφυκε, καὶ μάλ’ ὀρθῶσ ὁ λέγων ποιητήσ φησι δουλοῖ γὰρ ἄνδρα, κἂν θρασύσπλαγχνόσ τισ ᾖ, ὅταν συνειδῇ μητρὸσ ἢ πατρὸσ κακά ὥσπερ ἀμέλει μεγαλαυχίασ ἐμπίπλανται καὶ φρυάγματοσ οἱ γονέων διασήμων. (Plutarch, De liberis educandis, section 2 5:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 2 5:1)

  • αὐτὴ σὺ δουλοῖσ κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode10)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode10)

  • δουλοῖ γὰρ ἄνδρα, κἂν θρασύσπλαγχνόσ τισ ᾖ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, D, Kef. z'. BIWN 6:5)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, D, Kef. z'. BIWN 6:5)

  • ὡσ γὰρ τὸ πατρὸσ ἢ μητρὸσ κακὰ συνειδέναι, κατὰ τοὺσ ποιητὰσ, καὶ τούσ γε θρασυσπλάγχνουσ δουλοῖ, οὕτωσ ἡ τούτων, εὔκλεια καὶ λαμπρότησ ζηλωτοὺσ, ἄγαν παρασκευάζει τοὺσ ἐξ αὐτῶν, ἔπειτ’ εἰ μὲν ἁπάντων ὧν ἀξιοῖ τοὺσ εὐεργέτασ ἡ πόλισ καὶ τοῖσ ἐκ τούτων ἀνάγκη μετεῖναι καὶ ταῦθ’ ὥσπερ τισ κλῆροσ εἰσ τοὺσ ἐκγόνουσ κάτεισιν, εἰκότα ἂν καὶ οὗτοι λέγειν δοκοῖεν τούτων στερόμενοι· (Aristides, Aelius, Orationes, 21:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 21:3)

유의어

  1. to enslave

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION