헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λατρεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λατρεύω

형태분석: λατρεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: la/tris

  1. 모시다, 시중들다, 봉사하다, 돕다
  2. 시중들다, 전념하다, 헌신하다
  1. to work for hire or pay, to be in servitude, serve
  2. to be subject to, to be bound or enslaved
  3. to serve the gods with prayers and sacrifices

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λατρεύω

(나는) 모신다

λατρεύεις

(너는) 모신다

λατρεύει

(그는) 모신다

쌍수 λατρεύετον

(너희 둘은) 모신다

λατρεύετον

(그 둘은) 모신다

복수 λατρεύομεν

(우리는) 모신다

λατρεύετε

(너희는) 모신다

λατρεύουσιν*

(그들은) 모신다

접속법단수 λατρεύω

(나는) 모시자

λατρεύῃς

(너는) 모시자

λατρεύῃ

(그는) 모시자

쌍수 λατρεύητον

(너희 둘은) 모시자

λατρεύητον

(그 둘은) 모시자

복수 λατρεύωμεν

(우리는) 모시자

λατρεύητε

(너희는) 모시자

λατρεύωσιν*

(그들은) 모시자

기원법단수 λατρεύοιμι

(나는) 모시기를 (바라다)

λατρεύοις

(너는) 모시기를 (바라다)

λατρεύοι

(그는) 모시기를 (바라다)

쌍수 λατρεύοιτον

(너희 둘은) 모시기를 (바라다)

λατρευοίτην

(그 둘은) 모시기를 (바라다)

복수 λατρεύοιμεν

(우리는) 모시기를 (바라다)

λατρεύοιτε

(너희는) 모시기를 (바라다)

λατρεύοιεν

(그들은) 모시기를 (바라다)

명령법단수 λάτρευε

(너는) 모셔라

λατρευέτω

(그는) 모셔라

쌍수 λατρεύετον

(너희 둘은) 모셔라

λατρευέτων

(그 둘은) 모셔라

복수 λατρεύετε

(너희는) 모셔라

λατρευόντων, λατρευέτωσαν

(그들은) 모셔라

부정사 λατρεύειν

모시는 것

분사 남성여성중성
λατρευων

λατρευοντος

λατρευουσα

λατρευουσης

λατρευον

λατρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λατρεύομαι

(나는) 모셔진다

λατρεύει, λατρεύῃ

(너는) 모셔진다

λατρεύεται

(그는) 모셔진다

쌍수 λατρεύεσθον

(너희 둘은) 모셔진다

λατρεύεσθον

(그 둘은) 모셔진다

복수 λατρευόμεθα

(우리는) 모셔진다

λατρεύεσθε

(너희는) 모셔진다

λατρεύονται

(그들은) 모셔진다

접속법단수 λατρεύωμαι

(나는) 모셔지자

λατρεύῃ

(너는) 모셔지자

λατρεύηται

(그는) 모셔지자

쌍수 λατρεύησθον

(너희 둘은) 모셔지자

λατρεύησθον

(그 둘은) 모셔지자

복수 λατρευώμεθα

(우리는) 모셔지자

λατρεύησθε

(너희는) 모셔지자

λατρεύωνται

(그들은) 모셔지자

기원법단수 λατρευοίμην

(나는) 모셔지기를 (바라다)

λατρεύοιο

(너는) 모셔지기를 (바라다)

λατρεύοιτο

(그는) 모셔지기를 (바라다)

쌍수 λατρεύοισθον

(너희 둘은) 모셔지기를 (바라다)

λατρευοίσθην

(그 둘은) 모셔지기를 (바라다)

복수 λατρευοίμεθα

(우리는) 모셔지기를 (바라다)

λατρεύοισθε

(너희는) 모셔지기를 (바라다)

λατρεύοιντο

(그들은) 모셔지기를 (바라다)

명령법단수 λατρεύου

(너는) 모셔져라

λατρευέσθω

(그는) 모셔져라

쌍수 λατρεύεσθον

(너희 둘은) 모셔져라

λατρευέσθων

(그 둘은) 모셔져라

복수 λατρεύεσθε

(너희는) 모셔져라

λατρευέσθων, λατρευέσθωσαν

(그들은) 모셔져라

부정사 λατρεύεσθαι

모셔지는 것

분사 남성여성중성
λατρευομενος

λατρευομενου

λατρευομενη

λατρευομενης

λατρευομενον

λατρευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλάτρευον

(나는) 모시고 있었다

ἐλάτρευες

(너는) 모시고 있었다

ἐλάτρευεν*

(그는) 모시고 있었다

쌍수 ἐλατρεύετον

(너희 둘은) 모시고 있었다

ἐλατρευέτην

(그 둘은) 모시고 있었다

복수 ἐλατρεύομεν

(우리는) 모시고 있었다

ἐλατρεύετε

(너희는) 모시고 있었다

ἐλάτρευον

(그들은) 모시고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλατρευόμην

(나는) 모셔지고 있었다

ἐλατρεύου

(너는) 모셔지고 있었다

ἐλατρεύετο

(그는) 모셔지고 있었다

쌍수 ἐλατρεύεσθον

(너희 둘은) 모셔지고 있었다

ἐλατρευέσθην

(그 둘은) 모셔지고 있었다

복수 ἐλατρευόμεθα

(우리는) 모셔지고 있었다

ἐλατρεύεσθε

(너희는) 모셔지고 있었다

ἐλατρεύοντο

(그들은) 모셔지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπὸ τοῦ σπέρματόσ σου οὐ δώσεισ λατρεύειν ἄρχοντι καὶ οὐ βεβηλώσεισ τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον. ἐγὼ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Leviticus 18:21)

    (70인역 성경, 레위기 18:21)

  • μὴ μικρόν ἐστι τοῦτο ὑμῖν, ὅτι διέστειλεν ὁ Θεὸσ Ἰσραὴλ ὑμᾶσ ἐκ συναγωγῆσ Ἰσραὴλ καὶ προσηγάγετο ὑμᾶσ πρὸσ ἑαυτὸν λειτουργεῖν τὰσ λειτουργίασ τῆσ σκηνῆσ Κυρίου καὶ παρίστασθαι ἔναντι τῆσ σκηνῆσ λατρεύειν αὐτοῖσ̣ (Septuagint, Liber Numeri 16:9)

    (70인역 성경, 민수기 16:9)

  • Καὶ νῦν, Ἰσραήλ, τί Κύριοσ ὁ Θεόσ σου αἰτεῖται παρὰ σοῦ, ἀλλ̓ ἢ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ πορεύεσθαι ἐν πάσαισ ταῖσ ὁδοῖσ αὐτοῦ καὶ ἀγαπᾶν αὐτὸν καὶ λατρεύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐξ ὅλησ τῆσ καρδίασ σου καὶ ἐξ ὅλησ τῆσ ψυχῆσ σου, (Septuagint, Liber Deuteronomii 10:12)

    (70인역 성경, 신명기 10:12)

  • Ἐὰν δὲ ἀκοῇ ἀκούσητε πάσασ τὰσ ἐντολάσ, ἃσ ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἀγαπᾶν Κύριον τὸ Θεόν σου καὶ λατρεύειν αὐτῷ ἐξ ὅλησ τῆσ καρδίασ σου καὶ ἐξ ὅλησ τῆσ ψυχῆσ σου, (Septuagint, Liber Deuteronomii 11:13)

    (70인역 성경, 신명기 11:13)

  • καὶ τὴν κατάραν, ἐὰν μὴ ἀκούσητε τὰσ ἐντολὰσ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καὶ πλανηθῆτε ἀπὸ τῆσ ὁδοῦ, ἧσ ἐνετειλάμην ὑμῖν, πορευθέντεσ. λατρεύειν θεοῖσ ἑτέροισ, οὓσ οὐκ οἴδατε. (Septuagint, Liber Deuteronomii 11:28)

    (70인역 성경, 신명기 11:28)

  • παρέστη γάρ μοι ταύτῃ τῇ νυκτὶ τοῦ θεοῦ οὗ εἰμί, ᾧ καὶ λατρεύω, ἄγγελοσ λέγων Μὴ φοβοῦ, Παῦλε· (, chapter 19 311:1)

    (, chapter 19 311:1)

유의어

  1. 모시다

  2. 시중들다

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION