διαλογίζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διαλογίζω
διαλογιῶ
διελόγισα
διαλελόγικα
διαλελόγισμαι
διελογίσθην
형태분석:
δια
(접두사)
+
λογίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 고려하다, 숙고하다
- 논쟁하다, 논의하다, 다투다, 토론하다, 언쟁하다
- I balance accounts
- I consider
- I discuss, dispute, converse, argue
- I hold a circuit court for (a district)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὰ μὲν οὖν πόλλ’ ὧν Ἀπολλόδωροσ ἐρεῖ, νομίζετ’ εἶναι λόγον καὶ συκοφαντίασ, κελεύετε δ’ αὐτὸν ἐπιδεῖξαι, ἢ ὡσ οὐ διέθετο ταῦθ’ ὁ πατήρ, ἢ ὡσ ἔστιν τισ ἄλλη μίσθωσισ πλὴν ἧσ ἡμεῖσ δείκνυμεν, ἢ ὡσ οὐκ ἀφῆκεν αὐτὸν διαλογισάμενοσ τῶν ἐγκλημάτων ἁπάντων, ἃ ἔγνω <θ’> ὁ κηδεστὴσ ὁ τούτου καὶ οὗτοσ αὐτὸσ συνεχώρησεν, ἢ ὡσ διδόασιν οἱ νόμοι δικάζεσθαι τῶν οὕτω πραχθέντων, ἢ τῶν τοιούτων τι δεικνύναι. (Demosthenes, Speeches 31-40, 86:1)
(데모스테네스, Speeches 31-40, 86:1)
- οὗτοσ ἐπειδὴ ἐκπλεῖν ἔμελλεν εἰσ τὴν Λιβύην, διαλογισάμενοσ πρὸσ τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν ἐναντίον Ἀρχεβιάδου καὶ Φρασίου προσέταξεν τὸ ἀργύριον ὃ κατέλειπεν ἦν δὲ τοῦτο ἑκκαίδεκα μναῖ καὶ τετταράκοντα δραχμαί, ὡσ ἐγὼ ὑμῖν πάνυ ἀκριβῶσ ἐπιδείξω Κηφισιάδῃ ἀποδοῦναι, λέγων ὅτι κοινωνὸσ εἰή αὑτοῦ ὁ Κηφισιάδησ οὗτοσ, οἰκήτωρ μὲν ὢν ἐν Σκίρῳ, ἐν δὲ τῷ παρόντι ἐφ’ ἑτέρᾳ ἀποδημῶν ἐμπορίᾳ. (Demosthenes, Speeches 51-61, 5:2)
(데모스테네스, Speeches 51-61, 5:2)
- φέρε γὰρ πρὸσ θεῶν, εἰ ἕκαστοσ τῶν ἐν τῇ πόλει τὴν Ἀριστογείτονοσ τόλμαν καὶ ἀναισχυντίαν λαβών, καὶ διαλογισάμενοσ ταῦθ’ ἅπερ οὗτοσ, ὅτι ἔξεστι καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν μέχρι παντὸσ ὅ τι ἂν βούληταί τισ ἐν δημοκρατίᾳ, ἄνπερ τοῦ ποῖόσ τισ εἶναι δόξει ὁ ταῦτα ποιῶν ὀλιγωρήσῃ, καὶ οὐδεὶσ ἐπ’ οὐδενὶ τῶν ἀδικημάτων εὐθὺσ αὐτὸν ἀποκτενεῖ· (Demosthenes, Speeches 21-30, 30:2)
(데모스테네스, Speeches 21-30, 30:2)
- ταῦτ’ οὖν διαλογισάμενοσ ἔκρινε φανερῶσ μὲν τὴν ἐπιβολὴν μὴ λέγειν, ἀκριβῶσ γινώσκων τοὺσ Λακεδαιμονίουσ κωλύσοντασ, ἐν ἐκκλησίᾳ δὲ διελέχθη τοῖσ πολίταισ ὅτι μεγάλων πραγμάτων καὶ συμφερόντων τῇ πόλει βούλεται γενέσθαι σύμβουλόσ τε καὶ εἰσηγητήσ, ταῦτα δὲ φανερῶσ μὲν λέγειν μὴ συμφέρειν, δι’ ὀλίγων δὲ ἀνδρῶν ἐπιτελεῖν προσήκειν· (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 41 8:1)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 41 8:1)
유의어
-
고려하다
- δοκέω ( I am considered)
- ἐνθυμέομαι (고려하다, 숙고하다)
- προσκοπέω (여겨지다)
- καταμανθάνω (고려하다, 숙고하다)
- κατανοέω (고려하다, 숙고하다)
- συμφρονέω (to consider well)
- μεταφράζω (to consider after)
- ἀναλογίζομαι (고려하다, 숙고하다, 헤아리다)
- ἐπιδιαγιγνώσκω (to consider anew)
- ἐκλογίζομαι (고려하다, 숙고하다, 여기다)
- θεωρέω (생각하다, 고려하다, 숙고하다)
- σκοπέω (고려하다, 숙고하다, 여기다)
-
논쟁하다
파생어
- ἀναλογίζομαι (나열하다, 열거하다, 요약하다)
- ἀπολογίζομαι (나열하다, 열거하다, 계산하다)
- ἐκλογίζομαι (계산하다, 헤아리다, 세다)
- ἐπιλογίζομαι (결론짓다, 추론하다, 마무르다)
- καταλογίζομαι (계산하다, 두다, 놓다)
- λογίζομαι (계산하다, 세다, 헤아리다)
- παραλογίζομαι (사취하다, 속이다)
- προσλογίζομαι (to reckon or count in addition to, to impute)
- συλλογίζομαι (합계하다, 요약하다)
- ὑπολογίζομαι (to take into account, take account of)