ὑπολογίζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπολογίζομαι
ὑπολογίσομαι
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
λογίζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to take into account, take account of
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ζητεῖ ἡ βουλή, οὐκ ἐκ τῶν προκλήσεων μαθοῦσα τὸ δίκαιον, οὐδὲ τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν πίστιν τὴν περὶ αὑτῆσ ἐπὶ σοῦ καταλῦσαι βουλομένη, ἀλλ’, ὅπερ καὶ αὐτοὶ οἱ Ἀρεοπαγῖται εἶπον, προορῶσα <μὲν> ἡ βουλή, ὦ ἄνδρεσ, τὴν τούτων ἰσχὺν καὶ τὴν ἐν τῷ λέγειν καὶ πράττειν δύναμιν, οὐκ οἰομένη δὲ δεῖν οὐδεμίαν ὑπολογίζεσθαι τῶν περὶ αὑτῆσ ἐσομένων βλασφημιῶν, εἴ τισ μέλλει τῇ πατρίδι αὐτῆσ αἰτία μοχθηρὰ καὶ κίνδυνοσ ἔσεσθαι. (Dinarchus, Speeches, 6:1)
(디나르코스, 연설, 6:1)
- ἀλλ’ ὅμωσ οὐδὲν ὑπελογίζοντο τὰσ νίκασ· (Andocides, Speeches, 50:3)
(안도키데스, 연설, 50:3)
- ἐγὼ δὲ τούτῳ ἂν δίκαιον λόγον ἀντείποιμι, ὅτι "οὐ καλῶσ λέγεισ, ὦ ἄνθρωπε, εἰ οἰεί δεῖν κίνδυνον ὑπολογίζεσθαι τοῦ ζῆν ἢ τεθνάναι ἄνδρα ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄφελόσ ἐστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖν ὅταν πράττῃ, πότερον δίκαια ἢ ἄδικα πράττει, καὶ ἀνδρὸσ ἀγαθοῦ ἔργα ἢ κακοῦ. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 124:3)
(플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 124:3)
- κἂν φαινώμεθα ἄδικα αὐτὰ ἐργαζόμενοι, μὴ οὐ δέῃ ὑπολογίζεσθαι οὔτ’ εἰ ἀποθνῄσκειν δεῖ παραμένοντασ καὶ ἡσυχίαν ἄγοντασ, οὔτε ἄλλο ὁτιοῦν πάσχειν πρὸ τοῦ ἀδικεῖν. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 35:1)
(플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 35:1)
- πρὸσ δὲ τούτοισ ὅτι ταύτην πολιτείασ διαδέδεγμαι προαίρεσιν ἐκ προγόνων τὰ κοινὰ συμφέροντα πρὸ τῶν οἰκείων λυσιτελῶν αἱρεῖσθαι καὶ μηδένα κίνδυνον ἴδιον ὑπολογίζεσθαι, ἣν οὐκ ἂν προδοίην ἑκὼν εἶναι καὶ οὐκ ἂν καταισχύναιμι τὰσ ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν ἀρετάσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 9 5:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 9 5:1)
파생어
- ἀναλογίζομαι (나열하다, 열거하다, 요약하다)
- ἀπολογίζομαι (나열하다, 열거하다, 계산하다)
- διαλογίζω (고려하다, 숙고하다, 논쟁하다)
- ἐκλογίζομαι (계산하다, 헤아리다, 세다)
- ἐπιλογίζομαι (결론짓다, 추론하다, 마무르다)
- καταλογίζομαι (계산하다, 두다, 놓다)
- λογίζομαι (계산하다, 세다, 헤아리다)
- παραλογίζομαι (사취하다, 속이다)
- προσλογίζομαι (to reckon or count in addition to, to impute)
- συλλογίζομαι (합계하다, 요약하다)