헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάκενος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάκενος διάκενον

형태분석: διακεν (어간) + ος (어미)

  1. 얇은, 가는, 납작한
  1. quite empty or hollow;, the gap, vacuum
  2. thin, lank

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 διάκενος

(이)가

διάκενον

(것)가

속격 διακένου

(이)의

διακένου

(것)의

여격 διακένῳ

(이)에게

διακένῳ

(것)에게

대격 διάκενον

(이)를

διάκενον

(것)를

호격 διάκενε

(이)야

διάκενον

(것)야

쌍수주/대/호 διακένω

(이)들이

διακένω

(것)들이

속/여 διακένοιν

(이)들의

διακένοιν

(것)들의

복수주격 διάκενοι

(이)들이

διάκενα

(것)들이

속격 διακένων

(이)들의

διακένων

(것)들의

여격 διακένοις

(이)들에게

διακένοις

(것)들에게

대격 διακένους

(이)들을

διάκενα

(것)들을

호격 διάκενοι

(이)들아

διάκενα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀμέλει πολλῶν ἐν ταὐτῷ σκελετῶν κειμένων καὶ πάντων ὁμοίωσ φοβερόν τι καὶ διάκενον δεδορκότων καὶ γυμνοὺσ τοὺσ ὀδόντασ προφαινόντων, ἠπόρουν πρὸσ ἐμαυτὸν ᾧτινι διακρίναιμι τὸν Θερσίτην ἀπὸ τοῦ καλοῦ Νιρέωσ ἢ τὸν μεταίτην Ἶρον ἀπὸ τοῦ Φαιάκων βασιλέωσ ἢ Πυρρίαν τὸν μάγειρον ἀπὸ τοῦ Ἀγαμέμνονοσ. (Lucian, Necyomantia, (no name) 15:5)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 15:5)

  • τυχὼν δὲ πράου καὶ σχολαίωσ ὑποφέροντοσ ἥψατο τῆσ ἀντιπέρασ ὄχθησ ἀσφαλῶσ, καὶ ἀποβὰσ ἐχώρει πρὸσ τὸ τῶν φώτων διάκενον, τῷ τε σκότει καὶ ’τῇ σιωπῇ τὴν ἐρημίαν τεκμαιρόμενοσ· (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 12 3:1)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 12 3:1)

  • τὸ τῶν φώτων διάκενον, τῷ τε σκότει καὶ τῇ σιωπῇ τὴν ἐρημίαν τεκμαιρόμενοσ ἐμφὺσ δὲ τῷ κρημνῷ, καὶ ταῖσ δεχομέναισ τὴν ἐπίβασιν καὶ παρεχούσαισ ἀντίληψιν ἐγκλίσεσι καὶ περιαγωγαῖσ καὶ τραχύτησι τῆσ πέτρασ παραδιδοὺσ; (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 12 9:2)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 12 9:2)

  • ἡ δὲ καὶ νόσου καὶ πόνου καὶ φυγῆσ μελετῶσα φαντασίαν ὑφίστασθαι καὶ προσβιαζομένη τῷ λογισμῷ πρὸσ ἕκαστον εὑρήσει πολὺ τὸ κατεψευσμένον καὶ διάκενον καὶ σαθρὸν ἐν τοῖσ δοκοῦσι χαλεποῖσ καὶ φοβεροῖσ, ὡσ ὁ καθ’ ἕκαστον ἀποδείκνυσι λόγοσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 18 3:3)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 18 3:3)

  • ὑφίστασθαι καὶ προσβιαζομένη τῷ λογισμῷ πρὸσ ἕκαστον εὑρήσει πολὺ τὸ κατεψευσμένον καὶ διάκενον καὶ σαθρὸν ἐν τοῖσ δοκοῦσι χαλεποῖσ καὶ φοβεροῖσ, ὡσ ὁ καθ’ ἕκαστον ἀποδείκνυσι λόγοσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 18 9:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 18 9:1)

유의어

  1. 얇은

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION