헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάβροχος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάβροχος διάβροχον

형태분석: διαβροχ (어간) + ος (어미)

어원: from diabre/xw

  1. 축축한, 물기가 있는, 젖은, 습한
  1. very wet, moist, with their timbers soaked and rotten

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 διάβροχος

축축한 (이)가

διάβροχον

축축한 (것)가

속격 διαβρόχου

축축한 (이)의

διαβρόχου

축축한 (것)의

여격 διαβρόχῳ

축축한 (이)에게

διαβρόχῳ

축축한 (것)에게

대격 διάβροχον

축축한 (이)를

διάβροχον

축축한 (것)를

호격 διάβροχε

축축한 (이)야

διάβροχον

축축한 (것)야

쌍수주/대/호 διαβρόχω

축축한 (이)들이

διαβρόχω

축축한 (것)들이

속/여 διαβρόχοιν

축축한 (이)들의

διαβρόχοιν

축축한 (것)들의

복수주격 διάβροχοι

축축한 (이)들이

διάβροχα

축축한 (것)들이

속격 διαβρόχων

축축한 (이)들의

διαβρόχων

축축한 (것)들의

여격 διαβρόχοις

축축한 (이)들에게

διαβρόχοις

축축한 (것)들에게

대격 διαβρόχους

축축한 (이)들을

διάβροχα

축축한 (것)들을

호격 διάβροχοι

축축한 (이)들아

διάβροχα

축축한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν δ’ ἄγκοσ ἀμφίκρημνον, ὕδασι διάβροχον, πεύκαισι συσκιάζον, ἔνθα μαινάδεσ καθῆντ’ ἔχουσαι χεῖρασ ἐν τερπνοῖσ πόνοισ. (Euripides, episode, lyric 2:2)

    (에우리피데스, episode, lyric 2:2)

  • τί δ’, ὦ γεραιέ, διάβροχον τόδ’ ὄμμ’ ἔχεισ; (Euripides, episode 1:4)

    (에우리피데스, episode 1:4)

  • ὡσ γὰρ ἡ κρόκη τὸ ὀστέον πρίει τέφρᾳ καὶ ὄξει διάβροχον γενόμενον, καὶ τὸν ἐλέφαντα τῷ ζύθει μαλακὸν γενόμενον καὶ χαλῶντα κάμπτουσι καὶ διασχηματίζουσιν, ἄλλωσ δ’ οὐ δύνανται, οὕτωσ ἡ τύχη τὸ πεπονθὸσ ἐξ αὑτοῦ καὶ μαλακὸν ἐκ κακίασ προσπεσοῦσα κοιλαίνει καὶ τιτρώσκει. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 44)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 44)

  • ὡσ γὰρ ἡ κρόκη τὸ ὀστέον πρίει τέφρᾳ καὶ ὄξει διάβροχον γενόμενον, καὶ τὸν ἐλέφαντα τῷ ζύθει μαλακὸν γενόμενον καὶ χαλῶντα κάμπτουσι καὶ διασχηματίζουσιν, ἄλλωσ δ’ οὐ δύνανται· (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 4 2:1)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 4 2:1)

  • καὶ ἐπεὶ ᾔσθετο πονηρῶσ ἔχοντα καὶ διάβροχον ἤδη τῷ ἔρωτι καὶ τακερὸν γεγενημένον, ἄλλο ἐπὶ τούτοισ ἐπενόει καὶ τὸν ἄθλιον ἀπώλλυε· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 15:2)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 15:2)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION