- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξίφος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: xiphos 고전 발음: [시포] 신약 발음: [시포]

기본형: ξίφος ξίφους

형태분석: ξιφο (어간) + ς (어미)

  1. 검, 칼, 사소한 질문, 나발, 협로
  2. 황새치
  1. sword, the short, straight, double-edged sword of the Iron Age and Classical Antiquity.
  2. the sword-shaped bone of the cuttlefish
  3. swordfish

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ξίφος

검이

ξίφει

검들이

ξίφη

검들이

속격 ξίφους

검의

ξίφοιν

검들의

ξιφέων

검들의

여격 ξίφει

검에게

ξίφοιν

검들에게

ξίφεσι(ν)

검들에게

대격 ξίφος

검을

ξίφει

검들을

ξίφη

검들을

호격 ξίφος

검아

ξίφει

검들아

ξίφη

검들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπέκτειναν πᾶν ἐμπνέον ἐν αὐτῇ ἐν ξίφει καὶ ἐξωλόθρευσαν πάντας, καὶ οὐ κατελείφθη ἐν αὐτῇ ἐμπνέον. καὶ τὴν Ἀσὼρ ἐνέπρησαν ἐν πυρί. (Septuagint, Liber Iosue 11:11)

    (70인역 성경, 여호수아기 11:11)

  • ἐν βραχεῖ δὲ πολλὰ ὁ τεχνίτης ἐμιμήσατο, αἰδῶ παρθένου καὶ φόβον - ἐπισκοπεῖ γὰρ μάχην ἄνωθεν ἐκ τῆς πέτρας - καὶ νεανίου τόλμαν ἐρωτικὴν καὶ θηρίου ὄψιν ἀπρόσμαχον καὶ τὸ μὲν ἔπεισι πεφρικὸς ταῖς ἀκάνθαις καὶ δεδιττόμενον τῷ χάσματι, ὁ Περσεὺς δὲ τῇ λαιᾷ μὲν προδείκνυσι τὴν Γοργόνα, τῇ δεξιᾷ δὲ καθικνεῖται τῷ ξίφει: (Lucian, De Domo, (no name) 22:2)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 22:2)

  • οὐκ οὖν ἐπ Αἰνέαν ἢ τὸν ἔχθιστον Φρυγῶν Πάριν μολόντε χρὴ καρατομεῖν ξίφει· (Euripides, Rhesus, episode21)

    (에우리피데스, Rhesus, episode21)

  • καί μ ἔγχος αὐγάζοντα καὶ θηρώμενον παίει παραστὰς νεῖραν ἐς πλευρὰν ξίφει ἀνὴρ ἀκμάζων: (Euripides, Rhesus, episode, iambic 2:9)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 2:9)

  • ἀλλὰ σύ, ὦ τολμηρότατε, καὶ τὴν Ῥέαν αὐτὴν γραῦν ἤδη καὶ μητέρα τοσούτων θεῶν οὖσαν ἀνέπεισας παιδεραστεῖν καὶ τὸ Φρύγιον μειράκιον ποθεῖν, καὶ νῦν ἐκείνη μέμηνεν ὑπὸ σοῦ καὶ ζευξαμένη τοὺς λέοντας, παραλαβοῦσα καὶ τοὺς Κορύβαντας ἅτε μανικοὺς καὶ αὐτοὺς ὄντας, ἄνω καὶ κάτω τὴν Ἴδην περιπολοῦσιν, ἡ μὲν ὀλολύζουσα ἐπὶ τῷ Ἄττῃ, οἱ Κορύβαντες δὲ ὁ μὲν αὐτῶν τέμνεται ξίφει τὸν πῆχυν, ὁ δὲ ἀνεὶς τὴν κόμην ἱέται μεμηνὼς διὰ τῶν ὀρῶν, ὁ δὲ αὐλεῖ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῖ τῷ τυμπάνῳ ἢ ἐπικτυπεῖ τῷ κυμβάλῳ, καὶ ὅλως θόρυβος καὶ μανία τὰ ἐν τῇ Ἴδῃ ἅπαντά ἐστι. (Lucian, Dialogi deorum, 2:4)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:4)

유의어

  1. 황새치

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION