헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βρῶμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βρῶμα βρώματος

형태분석: βρωματ (어간)

어원: bibrw/skw

  1. 대학생, 기름이나 소금 등을 담고 있는 배, 개장, 작가
  2. 음식, 고기, 설농탕, 진지
  3. 구멍, 작은 구멍
  1. a shipworm (Teredo navalis) that bores into wooden piers, ships, etc.
  2. that which is eaten, food, meat
  3. (dentistry) cavity

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βρῶμα

대학생이

βρώματε

대학생들이

βρώματα

대학생들이

속격 βρώματος

대학생의

βρωμάτοιν

대학생들의

βρωμάτων

대학생들의

여격 βρώματι

대학생에게

βρωμάτοιν

대학생들에게

βρώμασιν*

대학생들에게

대격 βρῶμα

대학생을

βρώματε

대학생들을

βρώματα

대학생들을

호격 βρῶμα

대학생아

βρώματε

대학생들아

βρώματα

대학생들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πᾶν βρῶμα, ὃ ἔσθεται, εἰσ ὃ ἂν ἐπέλθῃ ἐπ̓ αὐτὸ ὕδωρ, ἀκάθαρτον ἔσται. καὶ πᾶν ποτόν, ὃ πίνεται ἐν παντὶ ἀγγείῳ, ἀκάθαρτον ἔσται. (Septuagint, Liber Leviticus 11:34)

    (70인역 성경, 레위기 11:34)

  • καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωναδάβ. κοιμήθητι ἐπὶ τῆσ κοίτησ σου καὶ μαλακίσθητι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ πατήρ σου τοῦ ἰδεῖν σε, καὶ ἐρεῖσ πρὸσ αὐτόν. ἐλθέτω δὴ Θημὰρ ἡ ἀδελφή μου καὶ ψωμισάτω με καὶ ποιησάτω κατ’ ὀφθαλμούσ μου βρῶμα, ὅπωσ ἴδω καὶ φάγω ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῆσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 13:5)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 13:5)

  • καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸσ Θημὰρ εἰσ τὸν οἶκον λέγων. πορεύθητι δὴ εἰσ τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ποίησον αὐτῷ βρῶμα. (Septuagint, Liber II Samuelis 13:7)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 13:7)

  • καὶ εἶπεν Ἀμνὼν πρὸσ Θημάρ. εἰσένεγκε τὸ βρῶμα εἰσ τὸ ταμιεῖον, καὶ φάγομαι ἐκ τῆσ χειρόσ σου. καὶ ἔλαβε Θημὰρ τὰσ κολλυρίδασ, ἃσ ἐποίησε, καὶ εἰσήνεγκε τῷ Ἀμνὼν ἀδελφῷ αὐτῆσ εἰσ τὸν κοιτῶνα (Septuagint, Liber II Samuelis 13:10)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 13:10)

  • σὺ συνέθλασασ τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντοσ, ἔδωκασ αὐτὸν βρῶμα λαοῖσ τοῖσ Αἰθίοψι. (Septuagint, Liber Psalmorum 73:14)

    (70인역 성경, 시편 73:14)

  • καὶ ἔδωκαν εἰσ τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰσ τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξοσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 68:22)

    (70인역 성경, 시편 68:22)

유의어

  1. 음식

  2. 구멍

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION