- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουκέφαλος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: boukephalos 고전 발음: [부:께팔로] 신약 발음: [부깨팔로]

기본형: βουκέφαλος

형태분석: βουκεφαλ (어간) + ος (어미)

어원: κεφαλή

  1. bull-headed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 βουκέφαλος

(이)가

βουκέφαλα

(이)가

βουκέφαλον

(것)가

속격 βουκεφάλου

(이)의

βουκεφάλης

(이)의

βουκεφάλου

(것)의

여격 βουκεφάλῳ

(이)에게

βουκεφάλῃ

(이)에게

βουκεφάλῳ

(것)에게

대격 βουκέφαλον

(이)를

βουκέφαλαν

(이)를

βουκέφαλον

(것)를

호격 βουκέφαλε

(이)야

βουκέφαλα

(이)야

βουκέφαλον

(것)야

쌍수주/대/호 βουκεφάλω

(이)들이

βουκεφάλα

(이)들이

βουκεφάλω

(것)들이

속/여 βουκεφάλοιν

(이)들의

βουκεφάλαιν

(이)들의

βουκεφάλοιν

(것)들의

복수주격 βουκέφαλοι

(이)들이

βουκέφαλαι

(이)들이

βουκέφαλα

(것)들이

속격 βουκεφάλων

(이)들의

βουκεφαλῶν

(이)들의

βουκεφάλων

(것)들의

여격 βουκεφάλοις

(이)들에게

βουκεφάλαις

(이)들에게

βουκεφάλοις

(것)들에게

대격 βουκεφάλους

(이)들을

βουκεφάλας

(이)들을

βουκέφαλα

(것)들을

호격 βουκέφαλοι

(이)들아

βουκέφαλαι

(이)들아

βουκέφαλα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσπερ οὖν τὸν Βουκέφαλον ὁ Ἀλέξανδρος πρεσβύτερον ὄντα μὴ βουλόμενος πιέζειν ἑτέροις ἐπωχεῖτο πρὸ τῆς μάχης ἵπποις, ἐφοδεύων τὴν φάλαγγα καὶ καθιστὰς εἰς τὴν τάξιν, εἶτα δοὺς τὸ σύνθημα καὶ μεταβὰς ἐπ ἐκεῖνον εὐθὺς ἐπῆγε τοῖς πολεμίοις καὶ διεκινδύνευεν : (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 192)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 192)

유의어

  1. bull-headed

    • φι (of the head.)

관련어

명사

형용사

동사

접속사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION