Ancient Greek-English Dictionary Language

βάναυσος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βάναυσος βάναυση βάναυσον

Structure: βαναυς (Stem) + ος (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. mechanical, a mechanic
  2. a mere mechanical, base, ignoble

Examples

  • "οἱο͂σ γὰρ ἂν ᾖσ, βάναυσοσ καὶ χειρῶναξ καὶ ἀποχειροβίωτοσ νομισθήσῃ. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 7:19)
  • ἀνάγωγοσ ὢν δὲ καὶ βάναυσοσ παντελῶσ ἐν σκυτοτομείῳ μετά τινων καθήμενοσ κατεσχόλαζε τῆσ Γναθαινίου λέγων, ἑτέρῳ τρόπῳ μὲν συγγεγενῆσθαι μηδενί, ἑξῆσ καθιππάσθαι δ’ ὑπ’ αὐτῆσ πεντάκισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 3:1)
  • ἀποδεξαμένων δὲ τῶν ἀρίστων καὶ χειροτονεῖν κελευόντων ἐθορύβησεν ὁ ναυτικὸσ ὄχλοσ καὶ βάναυσοσ, ἀχθόμενοσ ἐκπίπτοντι τῆσ ναυαρχίασ τῷ Ἡρακλείδῃ, καὶ νομίζων αὐτόν, εἰ καὶ τἆλλα μηδενὸσ ἄξιόσ ἐστι, δημοτικώτερόν γε πάντωσ εἶναι τοῦ Δίωνοσ καὶ μᾶλλον ὑπὸ χεῖρα τοῖσ πολλοῖσ. (Plutarch, Dion, chapter 48 2:1)
  • ὁ δ’ ὑπερβάλλων καὶ βάναυσοσ τῷ παρὰ τὸ δέον ἀναλίσκειν ὑπερβάλλει, ὥσπερ εἴρηται. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 59:3)
  • ὁ γὰρ βάναυσοσ τεχνίτησ ἀφωρισμένην τινὰ ἔχει δουλείαν, καὶ ὁ μὲν δοῦλοσ τῶν φύσει, σκυτοτόμοσ δ’ οὐθείσ, οὐδὲ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν. (Aristotle, Politics, Book 1 187:1)
  • ὁ δὲ Ἥφαιστοσ χωλόσ ἐστι, βαναυσόσ τισ καὶ πυρίτησ τὴν τέχνην ὁ Προμηθεὺσ δὲ καὶ ἀνεσκολοπίσθη ποτέ. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 8:4)

Synonyms

  1. mechanical

  2. a mere mechanical

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION