헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀτμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀτμός ἀτμοῦ

형태분석: ἀτμ (어간) + ος (어미)

어원: a)/w to blow

  1. 증기, 김, 연기, 매연
  1. vapour, steam, smoke

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀτμός

증기가

ἀτμώ

증기들이

ἀτμοί

증기들이

속격 ἀτμοῦ

증기의

ἀτμοῖν

증기들의

ἀτμῶν

증기들의

여격 ἀτμῷ

증기에게

ἀτμοῖν

증기들에게

ἀτμοῖς

증기들에게

대격 ἀτμόν

증기를

ἀτμώ

증기들을

ἀτμούς

증기들을

호격 ἀτμέ

증기야

ἀτμώ

증기들아

ἀτμοί

증기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτο συχνάκισ γενόμενον ‐ οὐ γὰρ ἠμέλησαν οἱ Ἀθηναῖοι ἀκούσαντεσ ‐ ἔπαυσε μηκέτι λοιμώττειν αὐτούσ, εἴτε ἀτμούσ τινασ πονηροὺσ ὁ οἰνοσ σβέσασ τῇ ὀδμῇ, εἴτε ἄλλο τι πλέον εἰδὼσ ὁ ἡρ́ωσ ὁ Τόξαρισ, ἅτε ἰατρικὸσ ὤν, συνεβούλευσεν. (Lucian, Scytha 3:2)

    (루키아노스, Scytha 3:2)

  • "ἄρτι γὰρ οὐκ οἶδ’ ὅπωσ τῷ λόγῳ παρεχωρήσαμεν ἐκ τῶν θεῶν τὴν μαντικὴν ἐσ δαίμονασ ἀτεχνῶσ ἀποδιοπομπουμένῳ νυνὶ δέ μοι δοκοῦμεν αὐτοὺσ πάλιν ἐκείνουσ ἐξωθεῖν καὶ ἀπελαύνειν ἐνθένδε τοῦ χρηστηρίου καὶ τοῦ τρίποδοσ, εἰσ πνεύματα καὶ ἀτμοὺσ καὶ ἀναθυμιάσεισ τὴν τῆσ μαντικῆσ ἀρχὴν μᾶλλον δὲ τὴν οὐσίαν αὐτὴν καὶ τὴν δύναμιν ἀναλύοντεσ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 467)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 467)

  • βούλεται γὰρ εἰσ ἀτμοὺσ ἀναλυόμενον τὸ πινόμενον ὑγρὸν εἰσ τὴν κύστιν διαδίδοσθαι κἄπειτ’ ἐξ ἐκείνων αὖθισ ἀλλήλοισ συνιόντων οὕτωσ ἀπολαμβάνειν αὐτὸ τὴν ἀρχαίαν ἰδέαν καὶ γίγνεσθαι πάλιν ὑγρὸν ἐξ ἀτμῶν ἀτεχνῶσ ὡσ περὶ σπογγιᾶσ τινοσ ἢ ἐρίου τῆσ κύστεωσ διανοούμενοσ, ἀλλ’ οὐ σώματοσ ἀκριβῶσ πυκνοῦ καὶ στεγανοῦ δύο χιτῶνασ ἰσχυροτάτουσ κεκτημένου, δι’ ὧν εἴπερ διέρχεσθαι φήσομεν τοὺσ ἀτμούσ, τί δήποτ’ οὐχὶ διὰ τοῦ περιτοναίου καὶ τῶν φρενῶν διελθόντεσ ἐνέπλησαν ὕδατοσ τό τ’ ἐπιγάστριον ἅπαν καὶ τὸν θώρακα; (Galen, On the Natural Faculties., , section 136)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 136)

  • ἀλλὰ παχύτεροσ, φησίν, ἐστὶ δηλαδὴ καὶ στεγανώτεροσ ὁ περιτόναιοσ χιτὼν τῆσ κύστεωσ καὶ διὰ τοῦτ’ ἐκεῖνοσ μὲν ἀποστέγει τοὺσ ἀτμούσ, ἡ δὲ κύστισ παραδέχεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 137)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 137)

유의어

  1. 증기

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION