Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀσύνδετος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀσύνδετος

Structure: ἀσυνδετ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. unconnected, loose
  2. independent
  3. (of language) without conjunctions
  4. (of style)
  5. Aristotle, Rhetoric 3.12.4
  6. Aristotle, Rhetoric 3.12.4
  7. Aristotle, Rhetoric 3.19.6

Examples

  • οἱ δὲ μαθηματικοὶ τοὺσ ὀκτὼ μῆνασ ἀσυνδέτουσ φασὶν εἶναι πάσησ γενέσεωσ, τοὺσ δ’ ἑπτὰ συνδετικούσ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 8:2)
  • ἔχει γὰρ κεφαλὴν κούφην, μικράν, κατωφερῆ, στενὴν ἐκ τοῦ πρόσθεν, <ὦτα ὑψηλά,> τράχηλον λεπτόν, περιφερῆ, οὐ σκληρόν, μῆκοσ ἱκανόν, ὠμοπλάτασ ὀρθάσ, ἀσυνδέτουσ ἄνωθεν, σκέλη τὰ ἐπ’ αὐτῶν ἐλαφρά, σύγκωλα, στῆθοσ οὐ βαρύτονον, πλευρὰσ ἐλαφράσ, συμμέτρουσ, ὀσφῦν περιφερῆ, κωλῆν σαρκώδη, λαγόνασ ὑγράσ, λαπαρὰσ ἱκανῶσ, ἰσχία στρογγύλα, πλήρη κύκλῳ, ἄνωθεν δὲ ὡσ χρὴ διεστῶτα, μηροὺσ μικρούσ, εὐπαγεῖσ, ἔξωθεν μῦσ ἐπιτεταμένουσ, ἔνδοθεν δὲ οὐκ ὀγκώδεισ, ὑποκώλια μακρά, στιφρά, πόδασ τοὺσ πρόσθεν ἄκρωσ ὑγρούσ, στενούσ, ὀρθούσ, τοὺσ δὲ ὄπισθεν στερεούσ, πλατεῖσ, πάντασ δὲ οὐδενὸσ τραχέοσ φροντίζοντασ, σκέλη τὰ ὄπισθεν μείζω πολὺ τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐγκεκλιμένα μικρὸν ἔξω, τρίχωμα βραχύ, κοῦφον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 36:1)

Synonyms

  1. without conjunctions

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION