Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀσύνδετος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀσύνδετος

Structure: ἀσυνδετ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. unconnected, loose
  2. independent
  3. (of language) without conjunctions
  4. (of style)
  5. Aristotle, Rhetoric 3.12.4
  6. Aristotle, Rhetoric 3.12.4
  7. Aristotle, Rhetoric 3.19.6

Examples

  • σχῆμα δὲ καὶ τοῦτο τῆσ σεμνότητοσ τὸ ἀσύνδετα παρατιθέναι τὰ νοήματα, ἐφεξῆσ ἐπιτιθέντα ἀλλήλοισ, οἱο͂ν Μειδίασ Ἀναγυράσιοσ προβέβληται, τὰ ἀπόρρητα οἶδεν, ἡ πόλισ αὐτὸν οὐ χωρεῖ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 21:1)
  • καὶ τὰ ἀσύνδετα τοῦ ἀφελοῦσ ἐστι· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter 13 16:1)
  • τὰ δ’ ἀσύνδετα ζῴδιά ἐστιν, ἐὰν τῶν οἰκοδεσποτούντων ἀστέρων τυγχάνῃ · (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 10:1)
  • ἐὰν γάρ τισ τούτων τὴν ζωὴν καὶ τὸν βίον κληρώσηται, δυστυχεῖσ καὶ ἀχρόνουσ σημαίνει ἀσύνδετα δ’ ἐστὶ ζῴδια ὀκτὼ ἀριθμούμενα, οἱο͂ν κριὸσ πρὸσ σκορπίον ἀσύνδετοσ, ταῦροσ πρὸσ τοξότην ἀσύνδετοσ, δίδυμοι πρὸσ αἰγόκερων, καρκίνοσ πρὸσ ὑδροχόον, λέων πρὸσ ἰχθύασ, παρθένοσ πρὸσ κριόν· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 10:2)
  • ἐὰν δὲ συντόμωσ, ἄνευ μὲν συνδέσμου, μὴ ἀσύνδετα δέ, οἱο͂ν "πορευθεὶσ καὶ διαλεχθείσ" , "πορευθεὶσ διελέχθην" . (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 6 6:2)

Synonyms

  1. without conjunctions

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION