- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρτηρία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: artēriā 고전 발음: [떼:리아:] 신약 발음: [떼리아]

기본형: ἀρτηρία ἀρτηρίας

형태분석: ἀρτηρι (어간) + α (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 동맥, 간선도로
  2. 숨구멍, 숨통, 기관
  1. artery
  2. windpipe, trachea
  3. (in the plural) bronchi

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀρτηρία

동맥이

ἀρτηρία

동맥들이

ἀρτηρίαι

동맥들이

속격 ἀρτηρίας

동맥의

ἀρτηρίαιν

동맥들의

ἀρτηριῶν

동맥들의

여격 ἀρτηρίᾳ

동맥에게

ἀρτηρίαιν

동맥들에게

ἀρτηρίαις

동맥들에게

대격 ἀρτηρίαν

동맥을

ἀρτηρία

동맥들을

ἀρτηρίας

동맥들을

호격 ἀρτηρία

동맥아

ἀρτηρία

동맥들아

ἀρτηρίαι

동맥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα οὐ χαλεπῶς γεράνων ἀρτηρίας συνάψας καὶ διὰ τῆς κεφαλῆς ἐκείνης τῆς μεμηχανημένης πρὸς ὁμοιότητα διείρας, ἄλλου τινὸς ἔξωθεν ἐμβοῶντος, ἀπεκρίνετο πρὸς τὰς ἐρωτήσεις, τῆς φωνῆς διὰ τοῦ ὀθονίνου ἐκείνου Ἀσκληπιοῦ προπιπτούσης. (Lucian, Alexander, (no name) 26:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 26:3)

  • "οἱ στρόβιλοι πολύτροφοι μέν εἰσι, λεαντικοὶ δὲ ἀρτηρίας καὶ θώρακος καθαρτικοὶ διὰ τὸ ἔχειν παρεμπεπλεγμένον τὸ ὁητινῶδες. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 49 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 49 1:6)

  • "ὁ δὲ Σίφνιος Δίφιλος ἱστορεῖ ὡς ἡ μαλάχη ἐστὶν εὔχυλος, λεαντικὴ ἀρτηρίας, τὰς ἐπιπολαίους ἀποκρίνουσα δριμύτητας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5212)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5212)

  • φωνεῖται δὲ ταῦτα πάντα παρὰ τῆς ἀρτηρίας συνηχούσης τῷ πνεύματι καὶ τοῦ στόματος ἁπλῶς σχηματισθέντος τῆς τε γλώττης οὐδὲν πραγματευομένης ἀλλ ἠρεμούσης. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1418)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1418)

  • πλὴν τὰ μὲν μακρὰ καὶ τῶν διχρόνων ἃ μακρῶς λέγεται τεταμένον λαμβάνει καὶ διηνεκῆ τὸν αὐλὸν τοῦ πνεύματος, τὰ δὲ βραχέα ἢ βραχέως λεγόμενα ἐξ ἀποκοπῆς τε καὶ μιᾷ πληγῇ πνεύματος καὶ τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ βραχὺ κινηθείσης ἐκφέρεται. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1419)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1419)

유의어

  1. 동맥

  2. 숨구멍

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION