- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρτηρία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: artēriā 고전 발음: [떼:리아:] 신약 발음: [떼리아]

기본형: ἀρτηρία ἀρτηρίας

형태분석: ἀρτηρι (어간) + α (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 동맥, 간선도로
  2. 숨구멍, 숨통, 기관
  1. artery
  2. windpipe, trachea
  3. (in the plural) bronchi

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀρτηρία

동맥이

ἀρτηρία

동맥들이

ἀρτηρίαι

동맥들이

속격 ἀρτηρίας

동맥의

ἀρτηρίαιν

동맥들의

ἀρτηριῶν

동맥들의

여격 ἀρτηρίᾳ

동맥에게

ἀρτηρίαιν

동맥들에게

ἀρτηρίαις

동맥들에게

대격 ἀρτηρίαν

동맥을

ἀρτηρία

동맥들을

ἀρτηρίας

동맥들을

호격 ἀρτηρία

동맥아

ἀρτηρία

동맥들아

ἀρτηρίαι

동맥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοι γὰρ οὔτ ἀρτηρίαι εἰσίν, ὅτι μήτε σφύζουσι μήτ ἐκ δυοῖν χιτώνων συνεστήκασιν, οὔτε φλέβες, ὅτι μήθ αἷμα περιέχουσι μήτ ἐοίκεν αὐτῶν ὁ χιτὼν κατά τι τῷ τῆς φλεβός: (Galen, On the Natural Faculties., , section 617)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 617)

  • καλεῖται δ οὕτω τὰ στερεὰ μόρια τοῦ σώματος, ἀρτηρίαι καὶ φλέβες καὶ νεῦρα καὶ ὀστᾶ καὶ χόνδροι καὶ ὑμένες καὶ σύνδεσμοι καὶ οἱ χιτῶνες ἅπαντες, οὓς στοιχειώδεις τε καὶ ὁμοιομερεῖς καὶ ἁπλοῦς ὀλίγον ἔμπροσθεν ἐκαλοῦμεν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 77)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 77)

  • μάτην μὲν γὰρ ὁ σπλὴν ἐγένετο, μάτην δὲ τὸ ἐπίπλοον, μάτην δ αἱ εἰς τοὺς νεφροὺς ἀρτηρίαι καταφυόμεναι, σχεδὸν ἁπασῶν τῶν ἀπὸ τῆς μεγάλης ἀρτηρίας ἀποβλαστανουσῶν οὖσαι μέγισται, μάτην δ ἄλλα μυρία κατά γε τὸν Ἐρασιστράτειον λόγον: (Galen, On the Natural Faculties., B, section 419)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 419)

  • καὶ μὴν εἴπερ ἐπί τε τῶν κατὰ τὰς ὑστέρας καὶ τὴν κοιλίαν καὶ τὰ ἔντερα καὶ προσέτι τὴν τὸ οὖρον ὑποδεχομένην κύστιν ἐναργῶς φαίνεται διάτασίς τις ἢ δῆξις ἢ ἄχθος ἐπεγεῖρον ἕκαστον τῶν ὀργάνων εἰς ἀπόκρισιν, οὐδὲν χαλεπὸν κἀπὶ τῆς χοληδόχου κύστεως ταὐτὸ τοῦτ ἐννοεῖν ἐπί τε τῶν ἄλλων ἁπάντων ὀργάνων, ἐξ ὧν δηλονότι καὶ αἱ ἀρτηρίαι καὶ αἱ φλέβες εἰσίν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1222)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 1222)

  • φύσει μὲν καὶ κοινῇ πᾶσιν ἀνθρώποις θ ἅμα καὶ ζώοις ἡ μὲν καρδία τοῦ ἥπατος, τὸ δ ἧπαρ τῶν ἐντέρων τε καὶ τῆς γαστρός, αἱ δ ἀρτηρίαι τῶν φλεβῶν ἑλκύσαι τε τὸ χρήσιμον ἑαυταῖς ἀποκρῖναί τε τὸ μὴ τοιοῦτον ἰσχυρότεραι. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1314)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 1314)

유의어

  1. 동맥

  2. 숨구멍

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION