헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκείρω

형태분석: ἀπο (접두사) + κείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 속이다, 커닝하다
  2. 끊다, 절단하다, 가르다
  3. 죽이다, 도살하다, 잘라버리다
  1. to clip or cut off, cut off his, to have their, shorn close, to cut off one's hair, with one's hair cut short
  2. to cheat
  3. to cut through, sever
  4. to cut off, slay

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκείρω

ἀποκείρεις

ἀποκείρει

쌍수 ἀποκείρετον

ἀποκείρετον

복수 ἀποκείρομεν

ἀποκείρετε

ἀποκείρουσιν*

접속법단수 ἀποκείρω

ἀποκείρῃς

ἀποκείρῃ

쌍수 ἀποκείρητον

ἀποκείρητον

복수 ἀποκείρωμεν

ἀποκείρητε

ἀποκείρωσιν*

기원법단수 ἀποκείροιμι

ἀποκείροις

ἀποκείροι

쌍수 ἀποκείροιτον

ἀποκειροίτην

복수 ἀποκείροιμεν

ἀποκείροιτε

ἀποκείροιεν

명령법단수 ἀποκείρε

ἀποκειρέτω

쌍수 ἀποκείρετον

ἀποκειρέτων

복수 ἀποκείρετε

ἀποκειρόντων, ἀποκειρέτωσαν

부정사 ἀποκείρειν

분사 남성여성중성
ἀποκειρων

ἀποκειροντος

ἀποκειρουσα

ἀποκειρουσης

ἀποκειρον

ἀποκειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκείρομαι

ἀποκείρει, ἀποκείρῃ

ἀποκείρεται

쌍수 ἀποκείρεσθον

ἀποκείρεσθον

복수 ἀποκειρόμεθα

ἀποκείρεσθε

ἀποκείρονται

접속법단수 ἀποκείρωμαι

ἀποκείρῃ

ἀποκείρηται

쌍수 ἀποκείρησθον

ἀποκείρησθον

복수 ἀποκειρώμεθα

ἀποκείρησθε

ἀποκείρωνται

기원법단수 ἀποκειροίμην

ἀποκείροιο

ἀποκείροιτο

쌍수 ἀποκείροισθον

ἀποκειροίσθην

복수 ἀποκειροίμεθα

ἀποκείροισθε

ἀποκείροιντο

명령법단수 ἀποκείρου

ἀποκειρέσθω

쌍수 ἀποκείρεσθον

ἀποκειρέσθων

복수 ἀποκείρεσθε

ἀποκειρέσθων, ἀποκειρέσθωσαν

부정사 ἀποκείρεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκειρομενος

ἀποκειρομενου

ἀποκειρομενη

ἀποκειρομενης

ἀποκειρομενον

ἀποκειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ μέλλοντεσ ἀποκείρεσθαι τὸν σκόλλυν ἔφηβοι, φησὶ Πάμφιλοσ, εἰσφέρουσι τῷ Ἡρακλεῖ μέγα ποτήριον πληρώσαντεσ οἴνου, ὃ καλοῦσιν οἰνιστηρίαν, καὶ σπείσαντεσ τοῖσ συνελθοῦσι διδόασι πιεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 882)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 882)

유의어

  1. 속이다

  2. 끊다

  3. 죽이다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION