ἀπαμάω?
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration: apamaō
Principal Part:
ἀπαμάω
Structure:
ἀπ
(Prefix)
+
ἀμά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: ἀπα_- Hom., ἀπα- Soph.
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον Σέλευκος ἐμνᾶτο πέμπων τὴν Δημητρίου καὶ Φίλας θυγατέρα Στρατονίκην, ἔχων μὲν ἐξ Ἀπάμας τῆς Περσίδος υἱὸν Ἀντίοχον, οἰόμενος δὲ τὰ πράγματα καὶ διαδόχοις ἀρκεῖν πλείοσι, καὶ δεῖσθαι τῆς πρὸς ἐκεῖνον οἰκειότητος, ἐπεὶ καὶ Λυσίμαχον ἑώρα τῶν Πτολεμαίου θυγατέρων τὴν μὲν ἑαυτῷ, τὴν δὲ Ἀγαθοκλεῖ τῷ υἱῷ λαμβάνοντα. (Plutarch, Demetrius, chapter 31 3:1)
- ἐντεῦθεν δ ἀναστήσας τοὺς ἀνθρώπους ὁ Σωτὴρ Ἀντίοχος εἰς τὴν νῦν Ἀπάμειαν τῆς μητρὸς ἐπώνυμον τὴν πόλιν ἐπέδειξεν Ἀπάμας, ἣ θυγάτηρ μὲν ἦν Ἀρταβάζου δεδομένη δ ἐτύγχανε πρὸς γάμον Σελεύκῳ τῷ Νικάτορι. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 8 24:8)
- ἡ μὲν οὖν μεγίστη τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐπώνυμος, ἡ δ ἐρυμνοτάτη αὐτοῦ, αἱ δ ἄλλαι ἡ μὲν Ἀπάμεια τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ἀπάμας, ἡ δὲ Λαοδίκεια τῆς μητρός. (Strabo, Geography, book 16, chapter 2 8:2)
Synonyms
-
to cut off
- ἀμάω (to cut)
- θερίζω (to cut off)
- μιστύλλω (to cut up)
- κατατέμνω (to cut, up)
- ἐπιτέμνω (to cut off)
- ἐντέμνω (to cut up)
- ἐκκόπτω (to cut off)
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- ἀποκόπτω (I cut off)
- ἀποκόπτω ( I cut off)
- ἀποθερίζω (to cut off)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- ἐπικείρω (to cut off, cut down)
- διατέμνω (to cut up, to be cut into)
- διαμάω (to cut through)
- προτέμνω (to cut up beforehand)
- δατέομαι (to cut in two)
- ἐντέμνω (to cut in two)
- συγκόπτω (to break up, cut up)
- κατακόπτω (to cut in pieces, "cut up, ")
- καταμερίζω (to cut in pieces)
- κρεοκοπέω (to cut in pieces)
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐπικείρω (to cut short)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
- συντέμνω (to cut out, shape)
- ἐπικνίζω (to cut on the surface)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διαρταμέω (to cut limb from limb)
- ἐγγλύφω (to cut in, carve)
Derived
- ἀμάω (to reap corn, reaped, to reap)
- ἀμάω (to gather together, collect, having collected)
- διαμάω (to cut through, to scrape away, to get)
- ἐξαμάω (to mow or reap out, to finish mowing or reaping, to cut out)
- καταμάω (to scrape over, pile up, heap up)