헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνεπίληπτος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνεπίληπτος ἀνεπίληπτη ἀνεπίληπτον

형태분석: ἀ (접두사) + νεπιληπτ (어간) + ος (어미)

  1. 결백한, 순수한
  1. not open to attack, not censured, blameless

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνεπίληπτος

결백한 (이)가

ἀνεπίλήπτη

결백한 (이)가

ἀνεπίληπτον

결백한 (것)가

속격 ἀνεπιλήπτου

결백한 (이)의

ἀνεπίλήπτης

결백한 (이)의

ἀνεπιλήπτου

결백한 (것)의

여격 ἀνεπιλήπτῳ

결백한 (이)에게

ἀνεπίλήπτῃ

결백한 (이)에게

ἀνεπιλήπτῳ

결백한 (것)에게

대격 ἀνεπίληπτον

결백한 (이)를

ἀνεπίλήπτην

결백한 (이)를

ἀνεπίληπτον

결백한 (것)를

호격 ἀνεπίληπτε

결백한 (이)야

ἀνεπίλήπτη

결백한 (이)야

ἀνεπίληπτον

결백한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀνεπιλήπτω

결백한 (이)들이

ἀνεπίλήπτᾱ

결백한 (이)들이

ἀνεπιλήπτω

결백한 (것)들이

속/여 ἀνεπιλήπτοιν

결백한 (이)들의

ἀνεπίλήπταιν

결백한 (이)들의

ἀνεπιλήπτοιν

결백한 (것)들의

복수주격 ἀνεπίληπτοι

결백한 (이)들이

ἀνεπί́ληπται

결백한 (이)들이

ἀνεπίληπτα

결백한 (것)들이

속격 ἀνεπιλήπτων

결백한 (이)들의

ἀνεπίληπτῶν

결백한 (이)들의

ἀνεπιλήπτων

결백한 (것)들의

여격 ἀνεπιλήπτοις

결백한 (이)들에게

ἀνεπίλήπταις

결백한 (이)들에게

ἀνεπιλήπτοις

결백한 (것)들에게

대격 ἀνεπιλήπτους

결백한 (이)들을

ἀνεπίλήπτᾱς

결백한 (이)들을

ἀνεπίληπτα

결백한 (것)들을

호격 ἀνεπίληπτοι

결백한 (이)들아

ἀνεπί́ληπται

결백한 (이)들아

ἀνεπίληπτα

결백한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔτι δὲ θαυμάσειεν ἄν τισ καὶ τῆσ ὀροφῆσ ἐν τῷ εὐμόρφῳ τὸ ἀπέριττον κἀν τῷ εὐκόσμῳ τὸ ἀνεπίληπτον καὶ τὸ τοῦ χρυσοῦ ἐσ τὸ εὐπρεπὲσ σύμμετρον, ἀλλὰ μὴ παρὰ τὰσ χρείασ ἐπίφθονον, ἀλλ’ ὁπόσον ἂν καὶ γυναικὶ σώφρονι καὶ καλῇ ἀρκέσῃ ἐπισημότερον ἐργάσασθαι τὸ κάλλοσ, ἢ περὶ τῇ δειρῇ λεπτόσ τισ ὁρ́μοσ ἢ περὶ τῷ δακτύλῳ σφενδόνη εὔφοροσ ἢ ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια ἢ πόρπη τισ ἢ ταινία τὸ ἄφετον τῆσ κόμησ συνδέουσα, τοσοῦτον τῇ εὐμορφίᾳ προστιθεῖσα ὅσον τῇ ἐσθῆτι ἡ πορφύρα· (Lucian, De Domo, (no name) 7:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 7:1)

  • ὅλωσ δὲ τὸν ὀρχηστὴν δεῖ πανταχόθεν ἀπηκριβῶσθαι, ὡσ εἶναι τὸ πᾶν εὔρυθμον, εὔμορφον, σύμμετρον, αὐτὸ αὑτῷ ἐοικόσ, ἀσυκοφάντητον, ἀνεπίληπτον, μηδαμῶσ ἐλλιπέσ, ἐκ τῶν ἀρίστων κεκραμένον, τὰσ ἐνθυμήσεισ ὀξύν, τὴν παιδείαν βαθύν, τὰσ ἐννοίασ ἀνθρώπινον μάλιστα. (Lucian, De saltatione, (no name) 81:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 81:1)

  • πάνυ μὲν οὖν, εὐλαβούμενον ζῆν καὶ προσέχειν ἑαυτῷ καὶ μήτε πράττειν μηδὲν ὀλιγώρωσ καὶ ἀπερισκέπτωσ μήτε λέγειν, ἀλλ’ ἀεὶ διαφυλάττειν ὥσπερ ἐν ἀκριβεῖ διαίτῃ τὸν βίον ἀνεπίληπτον· (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 3 6:2)

    (플루타르코스, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 3 6:2)

  • οἰέται γὰρ οὕτωσ ὁ σοφὸσ καὶ τὸν ἀσώτων βίον ἀνεπίληπτον εἶναι, εἴπερ αὐτῷ προσγένοιτο τὸ ἀδεὲσ καὶ ἵλεων διὸ καὶ οἱ τῆσ κωμῳδίασ ποιηταὶ κατατρέχοντέσ που τῆσ ἡδονῆσ καὶ ἀκρασίασ ἐπικούρουσ καὶ βοηθοὺσ βοῶσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 8 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 8 2:3)

  • συγκατάθεσιν ἀναμάρτητον ἢ μηδ’ αὐτὴν τὴν εἱμαρμένην ἀνεπίληπτον οὐκ οἶδα γὰρ ὅπωσ ἀνέγκλητόσ ἐστι τοιαύτασ ποιοῦσα φαντασίασ, αἷσ τὸ μὴ μάχεσθαι μηδ’ ἀντιβαίνειν ἀλλ’ ἕπεσθαι καὶ εἴκειν ἐγκλητόν ἐστι. (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 47 20:1)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 47 20:1)

  • οὐ μὴν εἶχόν γε ὅπη τῶν λόγων τραπόμενοσ ἀνεπίληπτόν τι αὐτῶν εὑρ́οιμι καὶ ὑπὸ θατέρου μηδαμῆ περιτρεπόμενον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 10:2)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 10:2)

유의어

  1. 결백한

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION