- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνέκπληκτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: anekplēktos 고전 발음: [아넥렉:또] 신약 발음: [아낵렉또]

기본형: ἀνέκπληκτος ἀνέκπληκτη ἀνέκπληκτον

형태분석: (접두사) + νεκπληκτ (어간) + ος (어미)

  1. 겁없는, 대담한, 굽히지 않는, 흔들리지 않는
  1. undaunted, intrepid, intrepidity

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνέκπληκτος

겁없는 (이)가

ἀνέκπλήκτη

겁없는 (이)가

ἀνέκπληκτον

겁없는 (것)가

속격 ἀνεκπλήκτου

겁없는 (이)의

ἀνέκπλήκτης

겁없는 (이)의

ἀνεκπλήκτου

겁없는 (것)의

여격 ἀνεκπλήκτῳ

겁없는 (이)에게

ἀνέκπλήκτῃ

겁없는 (이)에게

ἀνεκπλήκτῳ

겁없는 (것)에게

대격 ἀνέκπληκτον

겁없는 (이)를

ἀνέκπλήκτην

겁없는 (이)를

ἀνέκπληκτον

겁없는 (것)를

호격 ἀνέκπληκτε

겁없는 (이)야

ἀνέκπλήκτη

겁없는 (이)야

ἀνέκπληκτον

겁없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀνεκπλήκτω

겁없는 (이)들이

ἀνέκπλήκτα

겁없는 (이)들이

ἀνεκπλήκτω

겁없는 (것)들이

속/여 ἀνεκπλήκτοιν

겁없는 (이)들의

ἀνέκπλήκταιν

겁없는 (이)들의

ἀνεκπλήκτοιν

겁없는 (것)들의

복수주격 ἀνέκπληκτοι

겁없는 (이)들이

ἀνέκπληκται

겁없는 (이)들이

ἀνέκπληκτα

겁없는 (것)들이

속격 ἀνεκπλήκτων

겁없는 (이)들의

ἀνέκπληκτῶν

겁없는 (이)들의

ἀνεκπλήκτων

겁없는 (것)들의

여격 ἀνεκπλήκτοις

겁없는 (이)들에게

ἀνέκπλήκταις

겁없는 (이)들에게

ἀνεκπλήκτοις

겁없는 (것)들에게

대격 ἀνεκπλήκτους

겁없는 (이)들을

ἀνέκπλήκτας

겁없는 (이)들을

ἀνέκπληκτα

겁없는 (것)들을

호격 ἀνέκπληκτοι

겁없는 (이)들아

ἀνέκπληκται

겁없는 (이)들아

ἀνέκπληκτα

겁없는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ μὲν γὰρ ὑπέρογκος ἀπολίτευτός ἐστιν, ἡ δ ἰσχνὴ λίαν ἀνέκπληκτος. (Plutarch, De liberis educandis, section 9 17:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 9 17:1)

  • ὅθεν οὐ δεῖ παντάπασιν ἐκταπεινοῦν οὐδὲ καταβάλλειν τὴν φύσιν, ὡς μηδὲν ἰσχυρὸν μηδὲ μόνιμον μηδ ὑπὲρ τὴν τύχην ἔχουσαν, ἀλλὰ τοὐναντίον εἰδότας ὅτι μικρόν ἐστι μέρος τοῦ ἀνθρώπου τὸ σαθρὸν καὶ ἐπίκηρον, ᾧ δέχεται τὴν τύχην, τῆς δὲ βελτίονος μερίδος αὐτοὶ κρατοῦμεν, ἐν ᾗ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἱδρυθέντα, δόξαι τε χρησταὶ καὶ μαθήματα καὶ λόγοι τελευτῶντες εἰς ἀρετήν, ἀναφαίρετον ἔχουσι τὴν οὐσίαν καὶ ἀδιάφθορον, ἀνεκπλήκτους πρὸς τὸ μέλλον εἶναι καὶ θαρραλέους, πρὸς τὴν τύχην λέγοντας, ἃ Σωκράτης δοκῶν πρὸς τοὺς κατηγόρους λέγειν πρὸς τοὺς δικαστὰς ἔλεγεν, ὡς ἀποκτεῖναι μὲν Ἄνυτος καὶ Μέλητος δύνανται, βλάψαι δ οὐ δύνανται. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 17 2:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 17 2:1)

  • ἀλλ ἦν, ὡς λέγουσι, πρὸς πολιτείαν καὶ τοὺς ἐν ὄχλοις θορύβους ὑπὸ φιλοδοξίας ἀτολμότατος, καὶ τὸ παρὰ τὰς μάχας ἀνέκπληκτον καὶ στάσιμον ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἀπέλειπεν αὐτὸν ὑπὸ τῶν τυχόντων ἐπαίνων καὶ ψόγων ἐξιστάμενον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 28 2:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 28 2:1)

  • ὁ γὰρ ἀνέκπληκτος ἐν τούτοις καὶ ἄτεγκτος ἢδη δῆλός ἐστιν εἰλημμένος ἣν προσήκει λαβὴν ὑπὸ φιλοσοφίας. (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 6 4:1)

    (플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 6 4:1)

  • ἐπεὶ δὲ πολὺν χρόνον οὕτω διεκαρτέρησεν ὁ Κάτων ἀνέκπληκτος καί ἀδεής, καταθέμενος αὐτὸν Πομπαίδιος ἡσυχῇ πρὸς τοὺς φίλους εἶπεν: (Plutarch, Cato the Younger, chapter 2 4:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 2 4:1)

  • πλὴν αὐτὸς ὁ Μάρκιος, ἀνέκπληκτος καὶ ἀταπείνωτος, καὶ σχήματι καὶ βαδίσματι καὶ προσώπῳ καθεστηκὼς, ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἐφαίνετο πεπονθόσιν ἀσυμπαθὴς ἑαυτῷ μόνος, οὐχ ὑπὸ λογισμοῦ καὶ πρᾳότητος, οὐδὲ τῷ φέρειν μετρίως τὸ συμβεβηκός, ἀλλ ἐμπαθὴς ὢν ὑπ ὀργῆς καὶ βαρυφροσύνης, ὅπερ ἀγνοοῦσιν οἱ πολλοὶ λύπην οὖσαν. (Plutarch, Lives, chapter 21 1:1)

    (플루타르코스, Lives, chapter 21 1:1)

  • λέγεται δὲ ὁ Σερτώριος οὔτε ὑφ ἡδονῆς οὔτε ὑπὸ δέους εὐάλωτος γενέσθαι, φύσει δὲ ἀνέκπληκτος ὢν παρὰ τὰ δεινά καὶ μέτριος εὐτυχίαν ἐνεγκεῖν: (Plutarch, Sertorius, chapter 10 2:1)

    (플루타르코스, Sertorius, chapter 10 2:1)

유의어

  1. 겁없는

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION