Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνάλωτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνάλωτος ἀνάλωτη ἀνάλωτον

Structure: ἀ (Prefix) + ναλωτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(li/skomai

Sense

  1. not to be taken, invincible, impregnable, not taken, still holding out
  2. incorruptible

Examples

  • ἀρετῆσ καὶ ἀσχολίαν βαρυνόμενοσ καὶ ζηλοτυπῶν τὸν τρίβωνα καὶ τὴν πήραν, ὅτι τούτοισ ἦν ἀνίκητοσ καὶ ἀνάλωτοσ Διογένησ, οὐχ ὡσ ἐκεῖνοσ ὅπλοισ καὶ ἵπποισ καὶ σαρίσσαισ. (Plutarch, Ad principem ineruditum, chapter, section 5 6:1)
  • ὑπὸ τῶν πολεμίων ἀνάλωτοσ· (Plutarch, Compendium Argumenti Stoicos absurdiora poetis dicere, section 1 4:1)
  • ταῖσ δὲ καθ’ ἡμέραν ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾶσθαι χάρισιν οὐδὲν ἦν ἄτεγκτον ἦθοσ οὐδὲ φύσισ ἀνάλωτοσ, ἀλλὰ καὶ δεδιόσι καὶ φθονοῦσιν ὅμωσ τὸ συγγενέσθαι καὶ προσιδεῖν ἐκεῖνον ἡδονήν τινα καὶ φιλοφροσύνην παρεῖχε. (Plutarch, , chapter 24 4:2)
  • οὕτωσ ἄτρεπτοσ ἦν καὶ ἀνάλωτοσ ὑπὸ τῶν τοιούτων καὶ κρατῶν ἐκείνησ τῆσ παραινέσεωσ, ἣν ὁ Ἀντισθένειοσ Ἡρακλῆσ παρῄνει, τοῖσ παισὶ διακελευόμενοσ μηδενὶ χάριν ἔχειν ἐπαινοῦντι αὐτούσ· (Plutarch, De vitioso pudore, section 18 11:3)
  • καὶ ὁ μὲν νοῦσ ἀρχικόσ ἐστι τοῦ λόγου, ὁ δὲ λόγοσ ὑπηρετικὸσ τοῦ νοῦ, τύχῃ μὲν ἀνάλωτοσ, συκοφαντίᾳ δ’ ἀναφαίρετοσ, νόσῳ δ’ ἀδιάφθοροσ, γήρᾳ δ’ ἀλύμαντοσ. (Plutarch, De liberis educandis, section 8 6:5)

Synonyms

  1. incorruptible

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION