ἀμάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀμάω
ἀμήσω
ἤμησα
Structure:
ἀμά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: 어근
MA 에
a 호음조 현상 ; 참고. 라틴어
MET-O (베다)
Sense
- to reap corn, reaped, to reap
- to cut
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὔτε γὰρ ἂν πόντον σπείρων βαθὺ λήϊον ἀμῷσ, οὔτε κακοὺσ εὖ δρῶν εὖ πάλιν ἀντιλάβοισ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-138952)
- καὶ ἀπέστειλεν Ἑλιακὶμ τὸν οἰκονόμον καὶ Σωμνὰν τὸν γραμματέα καὶ τοὺσ πρεσβυτέρουσ τῶν ἱερέων περιβεβλημένουσ σάκκουσ πρὸσ Ἡσαί̈αν τὸν προφήτην, υἱὸν Ἀμώσ, (Septuagint, Liber II Regum 19:2)
- Καὶ ἀπέστειλεν Ἡσαί̈ασ υἱὸσ Ἀμὼσ πρὸσ Ἐζεκίαν λέγων. τάδε λέγει Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῶν δυνάμεων Θεὸσ Ἰσραήλ. ἃ προσηύξω πρόσ με περὶ Σενναχηρὶμ βασιλέωσ Ἀσσυρίων, ἤκουσα. (Septuagint, Liber II Regum 19:20)
- ΕΝ ταῖσ ἡμέραισ ἐκείναισ ἠρρώστησεν Ἐζεκίασ εἰσ θάνατον. καὶ εἰσῆλθε πρὸσ αὐτὸν Ἡσαί̈ασ υἱὸσ Ἀμὼσ ὁ προφήτησ καὶ εἶπε πρὸσ αὐτόν. τάδε λέγει Κύριοσ. ἔντειλαι τῷ οἴκῳ σου, ὅτι ἀποθνήσκεισ σὺ καὶ οὐ ζήσῃ. (Septuagint, Liber II Regum 20:1)
- καὶ προσηύξατο Ἐζεκίασ ὁ βασιλεὺσ καὶ Ἡσαί̈ασ υἱὸσ Ἀμὼσ ὁ προφήτησ περὶ τούτων καὶ ἐβόησαν εἰσ τὸν οὐρανόν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 32:20)
- καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἐζεκίου καὶ τὸ ἔλεοσ αὐτοῦ ἰδοὺ γέγραπται ἐν τῇ προφητείᾳ Ἡσαί̈ου υἱοῦ Ἀμὼσ τοῦ προφήτου καὶ ἐπὶ βιβλίου βασιλέων Ἰούδα καὶ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 32:32)
Synonyms
-
to reap corn
-
to cut
- ἐκκόπτω (to cut off)
- ἐντέμνω (to cut up)
- ἐπιτέμνω (to cut off)
- κατατέμνω (to cut, up)
- μιστύλλω (to cut up)
- θερίζω (to cut off)
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- ἀπαμάω (to cut off)
- ἀποκόπτω (I cut off)
- ἀποθερίζω (to cut off)
- ἀποκόπτω ( I cut off)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- ἐπικείρω (to cut off, cut down)
- διατέμνω (to cut up, to be cut into)
- διαμάω (to cut through)
- προτέμνω (to cut up beforehand)
- ἐντέμνω (to cut in two)
- δατέομαι (to cut in two)
- συγκόπτω (to break up, cut up)
- κρεοκοπέω (to cut in pieces)
- καταμερίζω (to cut in pieces)
- κατακόπτω (to cut in pieces, "cut up, ")
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐπικείρω (to cut short)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
- συντέμνω (to cut out, shape)
- ἐπικνίζω (to cut on the surface)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διαρταμέω (to cut limb from limb)
- ἐγγλύφω (to cut in, carve)
Derived
- ἀμάω (to gather together, collect, having collected)
- ἀπαμάω (to cut off)
- διαμάω (to cut through, to scrape away, to get)
- ἐξαμάω (to mow or reap out, to finish mowing or reaping, to cut out)
- καταμάω (to scrape over, pile up, heap up)