헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἁ̄μα

부사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἁ̄μα

어원: Cf. o(mou=, Lat. simul.

  1. 동시에, 함께, 같이
  2. 함께
  1. (marking the simultaneous occurrence of two events): simultaneously, at once, at the same time
  2. (marking general concurrence) (spatial, temporal, etc: together)

예문

  • καὶ οὐκ ἐχώρει αὐτοὺσ ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα, ὅτι ἦν τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν πολλά, καὶ οὐκ ἐχώρει αὐτοὺσ ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα. (Septuagint, Liber Genesis 13:6)

    (70인역 성경, 창세기 13:6)

  • ἐν δὲ τῷ τεσσαρεσκαιδεκάτῳ ἔτει ἦλθε Χοδολλογομὸρ καὶ οἱ βασιλεῖσ μετ̓ αὐτοῦ καὶ κατέκοψαν τοὺσ γίγαντασ τοὺσ ἐν Ἀσταρὼθ καὶ Καρναί̈ν, καὶ ἔθνη ἰσχυρὰ ἅμα αὐτοῖσ καὶ τοὺσ Ὀμμαίουσ τοὺσ ἐν Σαυῇ τῇ πόλει (Septuagint, Liber Genesis 14:5)

    (70인역 성경, 창세기 14:5)

  • πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρεσ τῆσ πόλεωσ οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕωσ πρεσβυτέρου, ἅπασ ὁ λαὸσ ἅμα. (Septuagint, Liber Genesis 19:4)

    (70인역 성경, 창세기 19:4)

  • ἔλαβε δὲ Ἁβραὰμ τὰ ξύλα τῆσ ὁλοκαρπώσεωσ καὶ ἐπέθηκεν Ἰσαὰκ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ μετὰ χεῖρασ καὶ τὸ πῦρ καὶ τὴν μάχαιραν, καὶ ἐπορεύθησαν οἱ δύο ἅμα. (Septuagint, Liber Genesis 22:6)

    (70인역 성경, 창세기 22:6)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION