Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀλέξανδρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀλέξανδρος

Structure: ἀλεξανδρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)le/cw, a)nh/r

Sense

  1. defending men

Examples

  • καὶ εὐδόκησαν ἐν Ἀλεξάνδρῳ, ὅτι αὐτὸσ ἐγένετο αὐτοῖσ ἀρχηγὸσ λόγων εἰρηνικῶν, καὶ συνεμάχουν αὐτῷ πάσασ τὰσ ἡμέρασ. (Septuagint, Liber Maccabees I 10:47)
  • καὶ ἀφελόμενοσ αὐτοῦ τὴν θυγατέρα ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Δημητρίῳ καὶ ἠλλοτριώθη τῷ Ἀλεξάνδρῳ καὶ ἐφάνη ἡ ἔχθρα αὐτῶν. (Septuagint, Liber Maccabees I 11:12)
  • χειρῶν μειδιόωντα δίκησ προπάροιθεν ἑλοῦσα τοῖον Ἀλεξάνδρῳ μυθήσατο μῦθον Ἀθήνη· (Colluthus, Rape of Helen, book 169)
  • ἔνθα πολυπ0ρέμνοιο δαϊζόμεναι δρύεσ Ἴδησ ἤριπον ἀρχεκάκοιο περιφροσύνῃσι Φερέκλου, ὅσ τότε μαργαίνοντι χαριζόμενοσ βασιλῆι νῆασ Ἀλεξάνδρῳ δρυτόμῳ τεκτήνατο χαλκῷ. (Colluthus, Rape of Helen, book 1104)
  • παρὰ δὲ Ἀλεξάνδρῳ μεγίστη ποτὲ πασῶν ἦν διαβολή, εἰ λέγοιτο τισ μὴ σέβειν μηδὲ προσκυνεῖν τὸν Ἡφαιστίωνα· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 17:1)

Synonyms

  1. defending men

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION