Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκέφαλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀκέφαλος ἀκέφαλος ἀκέφαλον

Structure: ἀ (Prefix) + κεφαλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kefalh/

Sense

  1. headless
  2. without beginning

Examples

  • φέρε γάρ, εἴ τισ ἐπιὼν τὰ συγγράμματα τῶν παλαιῶν ἐκλαμβάνοι τὰ κάκιστα τῶν ἐν αὐτοῖσ, καὶ βιβλίον ἔχοι συντεταγμένον, οἱο͂ν Ὁμηρικῶν στίχων ἀκεφάλων καὶ τραγικῶν σολοικισμῶν καὶ τῶν ὑπ’ Ἀρχιλόχου πρὸσ τὰσ γυναῖκασ ἀπρεπῶσ καὶ ἀκολάστωσ εἰρημένων, ἑαυτὸν παραδειγματίζοντοσ, ἆρ’ οὐκ ἔστι τῆσ τραγικῆσ κατάρασ ἄξιοσ, ὄλοιο θνητῶν ἐκλέγων τὰσ συμφοράσ; (Plutarch, De curiositate, section 10 1:2)
  • στίχων ἀκεφάλων καὶ τραγικῶν σολοικισμῶν καὶ τῶν ὑπ’ Ἀρχιλόχου πρὸσ τὰσ γυναῖκασ ἀπρεπῶσ καὶ ἀκολάστωσ εἰρημένων, ἑαυτὸν παραδειγματίζοντοσ· (Plutarch, De curiositate, section 10 4:1)
  • "ἐπιτυχόντων ὀνομάτων τοὺσ χρησμοὺσ λεγούσασ, ὅπωσ ὑμῖν ἀκεφάλων καὶ λαγαρῶν μέτρων καὶ μειούρων εὐθύνασ μὴ ὑπέχωσι. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 79)
  • ῥιπτουμένων δὲ τῶν σωμάτων ἀκεφάλων καὶ πατουμένων ἐν ταῖσ ὁδοῖσ ἔλεοσ οὐκ ἦν, ἀλλὰ φρίκη καὶ τρόμοσ ἁπάντων πρὸσ τὴν ὄψιν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 44 6:1)
  • καὶ Καίσαρα καὶ Σεβαστὸν ἀνηγόρευον, ἔτι τῶν νεκρῶν ἀκεφάλων ἐν ταῖσ ὑπατικαῖσ ἐσθῆσιν ἐρριμμένων ἐπὶ τῆσ ἀγορᾶσ. (Plutarch, Galba, chapter 28 1:3)

Synonyms

  1. headless

  2. without beginning

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION