헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄκαρπος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄκαρπος ἄκαρπος ἄκαρπον

형태분석: ἀ (접두사) + καρπ (어간) + ος (어미)

  1. 메마른, 불임의, 불모의
  2. 무익한, 헛된, 쓸모없는
  1. without fruit: barren
  2. fruitless, unprofitable
  3. In an active sense: making barren

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ά̓καρπος

메마른 (이)가

ά̓καρπον

메마른 (것)가

속격 ἀκάρπου

메마른 (이)의

ἀκάρπου

메마른 (것)의

여격 ἀκάρπῳ

메마른 (이)에게

ἀκάρπῳ

메마른 (것)에게

대격 ά̓καρπον

메마른 (이)를

ά̓καρπον

메마른 (것)를

호격 ά̓καρπε

메마른 (이)야

ά̓καρπον

메마른 (것)야

쌍수주/대/호 ἀκάρπω

메마른 (이)들이

ἀκάρπω

메마른 (것)들이

속/여 ἀκάρποιν

메마른 (이)들의

ἀκάρποιν

메마른 (것)들의

복수주격 ά̓καρποι

메마른 (이)들이

ά̓καρπα

메마른 (것)들이

속격 ἀκάρπων

메마른 (이)들의

ἀκάρπων

메마른 (것)들의

여격 ἀκάρποις

메마른 (이)들에게

ἀκάρποις

메마른 (것)들에게

대격 ἀκάρπους

메마른 (이)들을

ά̓καρπα

메마른 (것)들을

호격 ά̓καρποι

메마른 (이)들아

ά̓καρπα

메마른 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ ἄρτων οὐδ’ οἴνου τιμὴν ὀφείλομεν, ἀλλὰ χωρίων καὶ ἀνδραπόδων καὶ ἡμιόνων καὶ τρικλίνων καὶ τραπεζῶν, καὶ χορηγοῦντεσ ἐκλελυμένωσ πόλεσι, φιλοτιμούμενοι φιλοτιμίασ ἀκάρπουσ καὶ ἀχαρίστουσ. (Plutarch, De vitando aere alieno, chapter, section 7 9:1)

    (플루타르코스, De vitando aere alieno, chapter, section 7 9:1)

  • παρατείνοντασ, ὥσπερ οἱ πολλοὶ κακοπαθοῦσιν ἐπὶ τοῖσ τυχοῦσιν, ἀποκναίοντεσ ἑαυτοὺσ ἀγρυπνίαισ καὶ πλάναισ καὶ περιδρομαῖσ εἰσ οὐδὲν χρηστὸν οὐδ’ ἀστεῖον, ἀλλ’ ἐπηρεάζοντεσ ἑτέροισ ἢ φθονοῦντεσ ἢ φιλονεικοῦντεσ ἢ δόξασ ἀκάρπουσ καὶ κενὰσ διώκοντεσ. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 24 8:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 24 8:1)

  • διὰ τί τῶν ἀμπέλων τὰσ ἀκάρπουσ, τοῖσ δ’ ἀκρέμοσι καὶ ἔρνεσιν εὐτροφούσασ τραγᾶν λέγομεν; (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 301)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 301)

  • ταῦτα γὰρ ὑμῖν ὑπάρχοντα καὶ πλεονάζοντα οὐκ ἀργοὺσ οὐδὲ ἀκάρπουσ καθίστησιν εἰσ τὴν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ιἠσοῦ Χριστοῦ ἐπίγνωσιν· (PETROU B, chapter 1 9:1)

    (PETROU B, chapter 1 9:1)

유의어

  1. 메마른

  2. 무익한

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION