헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄκανθα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄκανθα ἀκάνθης

형태분석: ἀκανθ (어간) + α (어미)

어원: a)kh/ I

  1. 가시, 척추, 침, 뾰족한 끝
  1. A thorny plant
  2. A thorn, spine, or prickle
  3. (figuratively) Something difficult or painful.

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι ἡμέρασ καὶ νυκτὸσ ἐβαρύνθη ἐπ̓ ἐμὲ ἡ χείρ σου, ἐστράφην εἰσ ταλαιπωρίαν ἐν τῷ ἐμπαγῆναί μοι ἄκανθαν. . (Septuagint, Liber Psalmorum 31:4)

    (70인역 성경, 시편 31:4)

  • καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη πᾶσ τόποσ, οὗ ἐὰν ὦσι χίλιαι ἄμπελοι χιλίων σίκλων, εἰσ χέρσον ἔσονται καὶ εἰσ ἄκανθαν. (Septuagint, Liber Isaiae 7:23)

    (70인역 성경, 이사야서 7:23)

  • οἴμοι κεφαλῆσ, οἴμοι κροτάφων πλευρῶν θ’, ὥσ μοι πόθοσ εἱλίξαι καὶ διαδοῦναι νῶτον ἄκανθάν τ’ εἰσ ἀμφοτέρουσ τοίχουσ, μελέων ἐπὶ τοὺσ αἰεὶ δακρύων ἐλέγουσ. (Euripides, The Trojan Women, choral, anapests13)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, anapests13)

  • ὅμωσ δὲ πρόσ γε τοὺσ φίλουσ ἐξελκτέον διπλῆν ἄκανθαν καὶ παλίρροπον γόνυ. (Euripides, episode3)

    (에우리피데스, episode3)

  • τὴν ἄκανθαν ἐξελε. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, iambics68)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene, iambics68)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION