- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγόρασμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: agorasma 고전 발음: [아고라] 신약 발음: [아고라]

기본형: ἀγόρασμα

형태분석: ἀγορασματ (어간)

  1. 상품, 화물, 물품, 소유물, 재산
  1. that which is bought, goods, wares, merchandise

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀγόρασμα

상품이

ἀγοράσματε

상품들이

ἀγοράσματα

상품들이

속격 ἀγοράσματος

상품의

ἀγορασμάτοιν

상품들의

ἀγορασμάτων

상품들의

여격 ἀγοράσματι

상품에게

ἀγορασμάτοιν

상품들에게

ἀγοράσμασι(ν)

상품들에게

대격 ἀγόρασμα

상품을

ἀγοράσματε

상품들을

ἀγοράσματα

상품들을

호격 ἀγόρασμα

상품아

ἀγοράσματε

상품들아

ἀγοράσματα

상품들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔσης δὲ πολλῆς καὶ βασιλικῆς ἐν ἐκπώμασι καὶ τραπέζαις καὶ λίθοις καὶ πορφύραις κατασκευῆς, ἣν ἔδει πραθεῖσαν ἐξαργυρισθῆναι, πάντα βουλόμενος ἐξακριβοῦν καὶ πάντα κατατείνειν εἰς ἄκραν τιμὴν καὶ πᾶσιν αὐτὸς παρεῖναι καὶ προσάγειν τὸν ἔσχατον ἐκλογισμόν, οὐδὲ τοῖς ἐθάσι τῆς ἀγορᾶς ἐπίστευεν, ἀλλὰ ὑπονοῶν ὁμοῦ πάντας, ὑπηρέτας, κήρυκας, ὠνητάς, φίλους, τέλος αὐτὸς ἰδίᾳ τοῖς ὠνουμένοις διαλεγόμενος καὶ προσβιβάζων ἕκαστον, οὕτω τὰ πλεῖστα τῶν ἀγορασμάτων ἐπώλει. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 36 2:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 36 2:1)

유의어

  1. 상품

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION