- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Κωκυτός?

2군 변화 명사; 남성 고유 로마알파벳 전사: Kōkytos 고전 발음: [꼬:뀌또] 신약 발음: [꼬뀌또]

기본형: Κωκυτός Κωκυτοῦ

형태분석: Κωκυτ (어간) + ος (어미)

  1. 코키투스, 저승의 강
  2. 울부짖음, 통곡,
  1. Cocytus, a river in the underworld
  2. wailing :

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 Κωκυτός

코키투스가

Κωκυτώ

코키투스들이

Κωκυτοί

코키투스들이

속격 Κωκυτοῦ

코키투스의

Κωκυτοῖν

코키투스들의

Κωκυτῶν

코키투스들의

여격 Κωκυτῷ

코키투스에게

Κωκυτοῖν

코키투스들에게

Κωκυτοῖς

코키투스들에게

대격 Κωκυτόν

코키투스를

Κωκυτώ

코키투스들을

Κωκυτούς

코키투스들을

호격 Κωκυτέ

코키투스야

Κωκυτώ

코키투스들아

Κωκυτοί

코키투스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ᾤμωξεν δ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ κωκυτῷ τ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1896)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1896)

  • ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν, κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις, νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χείρωνι δῶκαν. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 4 35:1)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 4 35:1)

  • ἀλλ οὐ μὲν δὴ λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων, ἔστ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ ἦμαρ, μὴ οὐ τεκνολέτειρ ὥς τις ἀηδὼν ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν. (Sophocles, episode, anapests 1:1)

    (소포클레스, episode, anapests 1:1)

  • πάντα φαγοῦσα βίον συναπώλετο ταῖς δαπάναισιν ἥλατο δ εἰς ἀίδην, ὡς ἀπεκερμάτισεν, υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππη κωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα συνεξέχεεν, οὐδ ἔσχεν παλίνορσον ἀναπνεύσασα γοῆσαι: (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 607 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 607 1:1)

  • ᾤμωξεν δ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ κωκυτῷ τ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ. (Homer, Iliad, Book 22 39:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 22 39:3)

유의어

  1. 울부짖음

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION