헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Κελτός

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Κελτός Κελτοῦ

형태분석: Κελτ (어간) + ος (어미)

  1. a Celt

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτ’ ἐγὼ μὲν ἐπὶ πολὺ εἱστήκειν ὁρῶν καὶ θαυμάζων καὶ ἀπορῶν καὶ ἀγανακτῶν Κελτὸσ δὲ τισ παρεστὼσ οὐκ ἀπαίδευτοσ τὰ ἡμέτερα, ὡσ ἔδειξεν ἀκριβῶσ Ἑλλάδα φωνὴν ἀφιείσ, φιλόσοφοσ, οἶμαι, τὰ ἐπιχώρια, Ἐγὼ σοι, ἔφη, ὦ ξένε, λύσω τῆσ γραφῆσ τὸ αἴνιγμα· (Lucian, Hercules, 4:1)

    (루키아노스, Hercules, 4:1)

  • μὲν ὁ Κελτόσ. (Lucian, Hercules, 7:2)

    (루키아노스, Hercules, 7:2)

  • εἶτ’ ἐπειδὴ πεισθεὶσ ὁ ἠλίθιοσ ἐκεῖνοσ Κελτὸσ εἰσέβαλε καὶ ἀπήλλαξεν αὐτῇ στρατιᾷ ὑπὸ τοῦ Ὀσρόου κατακοπείσ, τοῦτον μὲν τὸν χρησμὸν ἐξαιρεῖ ἐκ τῶν ὑπομνημάτων, ἐντίθησιν δ’ ἄλλον ἀντ’ αὐτοῦ· (Lucian, Alexander, (no name) 27:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 27:4)

  • τεθέντοσ δὲ τοῦ ζυγοῦ πρῶτον μὲν αὐτὸ τὸ τάλαντον ὁ Κελτὸσ βαρύτερον τοῦ δικαίου παρῆν φέρων, ἔπειτα ἀγανακτούντων πρὸσ τοῦτο τῶν Ῥωμαίων τοσούτου ἐδέησε μετριάσαι περὶ τὸ δίκαιον, ὥστε καὶ τὴν μάχαιραν ἅμα τῇ θήκῃ καὶ τῷ ζωστῆρι περιελόμενοσ ἐπέθηκε τοῖσ σταθμοῖσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 13, chapter 9 2:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 13, chapter 9 2:2)

  • ὑπερφυέσ τι χρῆμα σώματοσ ἦν ὁ Κελτόσ, οἱο͂σ ὑπεραίρειν πολὺ τὴν κοινὴν φύσιν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 14, chapter 12 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 14, chapter 12 2:1)

  • Εὐρύλοχοσ Λαομήδησ Μόλεβοσ Φρένιοσ Ἴνδιοσ, Μίνισ Λειώκριτοσ Πρόνομοσ Νίσασ Δαήμων, Ἀρχέστρατοσ Ἱππόμαχοσ Εὐρύαλοσ Περίαλλοσ Εὐηνορίδησ, Κλυτίοσ Ἀγήνωρ Πόλυβοσ Πολύδωροσ Θαδύτιοσ, Στράτιοσ Φρένιοσ Ἴνδιοσ Δαισήνωρ Λαομέδων, Λαόδικοσ Ἅλιοσ Μάγνησ Ὀλοίτροχοσ Βάρθασ, Θεόφρων Νισσαῖοσ Ἀλκάροψ Περικλύμενοσ Ἀντήνωρ, Πέλλασ Κέλτοσ Περίφασ Ὄρμενοσ Πόλυβοσ, Ἀνδρομήδησ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 29:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 7 29:2)

유의어

  1. a Celt

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION