Ancient Greek-English Dictionary Language

Γοργώ

Third declension Noun; Feminine 고유 그리스 Transliteration:

Principal Part: Γοργώ

Structure: Γοργω (Stem)

Etym.: gorgo/s

Sense

  1. the Gorgon, the grim one

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλ’ ἧ Ἰθίούτόν τι βττασγον οι τὴν Γοργὼ ἰδόντεσ οἱο͂ν ἐγὼ ἔναγχοσ ἔπαθον, ὦ Πολύστρατε, παγκάλην τινὰ γυναῖκα ἰδών αὐτὸ γὰρ τὸ τοῦ μύθου ἐκεῖνο, μικροῦ δέω λίθοσ ἐξ ἀνθρώπου σοι γεγονέναι πεπηγὼσ ὑπὸ τοῦ θαύματοσ. (Lucian, Imagines, (no name) 1:1)
  • Γοργὼ μὲν ἐν μέσοισιν ἠτρίοισ πέπλων. (Euripides, Ion, episode, iambics 5:33)
  • τῇ δ’ ἐπὶ μὲν Γοργῲ βλοσυρῶπισ ἐστεφάνωτο δεινὸν δερκομένη, περὶ δὲ Δεῖμόσ τε Φόβοσ τε. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1619)
  • "ἀλλὰ τὴν Γοργοῦσ ἴσωσ ποινὴν οὐκ ἀκηκόατε τῆσ Κρήσσησ, παραπλήσια τῇ Παρακυπτούσῃ παθούσησ πλὴν ἐκείνη μὲν ἀπελιθώθη παρακύψασα τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν ἐκκομιζόμενον τῆσ δὲ Γοργοῦσ Ἄσανδρόσ τισ ἠράσθη, νέοσ ἐπιεικὴσ καὶ γένει λαμπρόσ, ἐκ δὲ λαμπρῶν εἰσ ταπεινὰ πράγματα καὶ εὐτελῆ ἀφιγμένοσ, ὅμωσ αὑτὸν οὐδενὸσ ἀπηξιοῦτο, ἀλλὰ τὴν Γοργώ, διὰ πλοῦτον ὡσ ἐοίκε περιμάχητον οὖσαν καὶ πολυμνήστευτον, ᾔτει γυναῖκα συγγενὴσ ὤν, πολλοὺσ; (Plutarch, Amatorius, section 20 3:5)
  • φασὶ δὲ ὅτι καὶ περὶ κάλλουσ ἠθέλησεν ἡ Γοργὼ αὐτῇ συγκριθῆναι. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 4 3:16)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION