헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσαμύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσαμύνω προσαμυνῶ

형태분석: προς (접두사) + ἀμύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돕다, 보조하다
  1. to come to aid

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσαμύνω

(나는) 돕는다

προσαμύνεις

(너는) 돕는다

προσαμύνει

(그는) 돕는다

쌍수 προσαμύνετον

(너희 둘은) 돕는다

προσαμύνετον

(그 둘은) 돕는다

복수 προσαμύνομεν

(우리는) 돕는다

προσαμύνετε

(너희는) 돕는다

προσαμύνουσιν*

(그들은) 돕는다

접속법단수 προσαμύνω

(나는) 돕자

προσαμύνῃς

(너는) 돕자

προσαμύνῃ

(그는) 돕자

쌍수 προσαμύνητον

(너희 둘은) 돕자

προσαμύνητον

(그 둘은) 돕자

복수 προσαμύνωμεν

(우리는) 돕자

προσαμύνητε

(너희는) 돕자

προσαμύνωσιν*

(그들은) 돕자

기원법단수 προσαμύνοιμι

(나는) 돕기를 (바라다)

προσαμύνοις

(너는) 돕기를 (바라다)

προσαμύνοι

(그는) 돕기를 (바라다)

쌍수 προσαμύνοιτον

(너희 둘은) 돕기를 (바라다)

προσαμυνοίτην

(그 둘은) 돕기를 (바라다)

복수 προσαμύνοιμεν

(우리는) 돕기를 (바라다)

προσαμύνοιτε

(너희는) 돕기를 (바라다)

προσαμύνοιεν

(그들은) 돕기를 (바라다)

명령법단수 προσάμυνε

(너는) 도워라

προσαμυνέτω

(그는) 도워라

쌍수 προσαμύνετον

(너희 둘은) 도워라

προσαμυνέτων

(그 둘은) 도워라

복수 προσαμύνετε

(너희는) 도워라

προσαμυνόντων, προσαμυνέτωσαν

(그들은) 도워라

부정사 προσαμύνειν

돕는 것

분사 남성여성중성
προσαμυνων

προσαμυνοντος

προσαμυνουσα

προσαμυνουσης

προσαμυνον

προσαμυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσαμύνομαι

(나는) 도워진다

προσαμύνει, προσαμύνῃ

(너는) 도워진다

προσαμύνεται

(그는) 도워진다

쌍수 προσαμύνεσθον

(너희 둘은) 도워진다

προσαμύνεσθον

(그 둘은) 도워진다

복수 προσαμυνόμεθα

(우리는) 도워진다

προσαμύνεσθε

(너희는) 도워진다

προσαμύνονται

(그들은) 도워진다

접속법단수 προσαμύνωμαι

(나는) 도워지자

προσαμύνῃ

(너는) 도워지자

προσαμύνηται

(그는) 도워지자

쌍수 προσαμύνησθον

(너희 둘은) 도워지자

προσαμύνησθον

(그 둘은) 도워지자

복수 προσαμυνώμεθα

(우리는) 도워지자

προσαμύνησθε

(너희는) 도워지자

προσαμύνωνται

(그들은) 도워지자

기원법단수 προσαμυνοίμην

(나는) 도워지기를 (바라다)

προσαμύνοιο

(너는) 도워지기를 (바라다)

προσαμύνοιτο

(그는) 도워지기를 (바라다)

쌍수 προσαμύνοισθον

(너희 둘은) 도워지기를 (바라다)

προσαμυνοίσθην

(그 둘은) 도워지기를 (바라다)

복수 προσαμυνοίμεθα

(우리는) 도워지기를 (바라다)

προσαμύνοισθε

(너희는) 도워지기를 (바라다)

προσαμύνοιντο

(그들은) 도워지기를 (바라다)

명령법단수 προσαμύνου

(너는) 도워져라

προσαμυνέσθω

(그는) 도워져라

쌍수 προσαμύνεσθον

(너희 둘은) 도워져라

προσαμυνέσθων

(그 둘은) 도워져라

복수 προσαμύνεσθε

(너희는) 도워져라

προσαμυνέσθων, προσαμυνέσθωσαν

(그들은) 도워져라

부정사 προσαμύνεσθαι

도워지는 것

분사 남성여성중성
προσαμυνομενος

προσαμυνομενου

προσαμυνομενη

προσαμυνομενης

προσαμυνομενον

προσαμυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῆμυνον

(나는) 돕고 있었다

προσῆμυνες

(너는) 돕고 있었다

προσῆμυνεν*

(그는) 돕고 있었다

쌍수 προσήμυνετον

(너희 둘은) 돕고 있었다

προσημῦνετην

(그 둘은) 돕고 있었다

복수 προσήμυνομεν

(우리는) 돕고 있었다

προσήμυνετε

(너희는) 돕고 있었다

προσῆμυνον

(그들은) 돕고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσημῦνομην

(나는) 도워지고 있었다

προσήμυνου

(너는) 도워지고 있었다

προσήμυνετο

(그는) 도워지고 있었다

쌍수 προσήμυνεσθον

(너희 둘은) 도워지고 있었다

προσημῦνεσθην

(그 둘은) 도워지고 있었다

복수 προσημῦνομεθα

(우리는) 도워지고 있었다

προσήμυνεσθε

(너희는) 도워지고 있었다

προσήμυνοντο

(그들은) 도워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταύτην δὲ τὴν δόξαν αὐτῶν ὁ Κάμιλλοσ αὔξειν βουλόμενοσ οὐ προσήμυνε τῶν ὑπὸ πόδασ πορθουμένων, ἀλλὰ τὸν χάρακα φραξάμενοσ ἠρέμει, μέχρι οὗ τοὺσ μὲν ἐν προνομαῖσ ἐσκεδασμένουσ κατεῖδε, τοὺσ δ’ ἐν τῷ στρατοπέδῳ πᾶσαν ὡρ́αν ἐμπιπλαμένουσ ἀφειδῶσ καὶ μεθύοντασ. (Plutarch, Camillus, chapter 41 2:1)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 41 2:1)

  • λέγεται δὲ καὶ τοῖσ ἱππεῦσι τῶν Ῥωμαίων σύμπτωμα παράλογον γενέσθαι, τὸν γὰρ Παῦλον, ὡσ ἐοίκε, τρωθεὶσ ὁ ἵπποσ ἀπεσείσατο, καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἄλλοσ καὶ ἄλλοσ ἀπολιπὼν τὸν ἵππον πεζὸσ τῷ ὑπάτῳ προσήμυνε. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 16 4:1)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 16 4:1)

  • ἐθαυμάσθη δὲ καὶ διεβοήθη μᾶλλον ἐν τοῖσ Ἕλλησιν εἰπὼν ὑπὲρ τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Δελφοῖσ, ὡσ χρὴ βοηθεῖν καὶ μὴ περιορᾶν Κιρραίουσ ὑβρίζοντασ εἰσ τὸ μαντεῖον, ἀλλὰ προσαμύνειν ὑπὲρ τοῦ θεοῦ Δελφοῖσ. (Plutarch, , chapter 11 1:2)

    (플루타르코스, , chapter 11 1:2)

  • ὦ πέπονεσ κάκ’ ἐλέγχε’ Ἀχαιί̈δεσ οὐκέτ’ Ἀχαιοὶ οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, τόνδε δ’ ἐῶμεν αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται ἤ ῥά τί οἱ χἠμεῖσ προσαμύνομεν ἠε͂ καὶ οὐκί· (Homer, Iliad, Book 2 22:6)

    (호메로스, 일리아스, Book 2 22:6)

  • τοῦ μέν τε σθένοσ ὦρσεν, ἔπειτα δέ τ’ οὐ προσαμύνει, ἀλλὰ κατὰ σταθμοὺσ δύεται, τὰ δ’ ἐρῆμα φοβεῖται· (Homer, Iliad, Book 5 18:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 5 18:3)

유의어

  1. 돕다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION