헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὁδοιπορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὁδοιπορέω

형태분석: ὁδοιπορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: o(doipo/ros

  1. 걷다, 여행하다, 걸어가다, 넘어가다
  1. to travel, walk, to walk over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁδοιπόρω

(나는) 걷는다

ὁδοιπόρεις

(너는) 걷는다

ὁδοιπόρει

(그는) 걷는다

쌍수 ὁδοιπόρειτον

(너희 둘은) 걷는다

ὁδοιπόρειτον

(그 둘은) 걷는다

복수 ὁδοιπόρουμεν

(우리는) 걷는다

ὁδοιπόρειτε

(너희는) 걷는다

ὁδοιπόρουσιν*

(그들은) 걷는다

접속법단수 ὁδοιπόρω

(나는) 걷자

ὁδοιπόρῃς

(너는) 걷자

ὁδοιπόρῃ

(그는) 걷자

쌍수 ὁδοιπόρητον

(너희 둘은) 걷자

ὁδοιπόρητον

(그 둘은) 걷자

복수 ὁδοιπόρωμεν

(우리는) 걷자

ὁδοιπόρητε

(너희는) 걷자

ὁδοιπόρωσιν*

(그들은) 걷자

기원법단수 ὁδοιπόροιμι

(나는) 걷기를 (바라다)

ὁδοιπόροις

(너는) 걷기를 (바라다)

ὁδοιπόροι

(그는) 걷기를 (바라다)

쌍수 ὁδοιπόροιτον

(너희 둘은) 걷기를 (바라다)

ὁδοιποροίτην

(그 둘은) 걷기를 (바라다)

복수 ὁδοιπόροιμεν

(우리는) 걷기를 (바라다)

ὁδοιπόροιτε

(너희는) 걷기를 (바라다)

ὁδοιπόροιεν

(그들은) 걷기를 (바라다)

명령법단수 ὁδοιπο͂ρει

(너는) 걸어라

ὁδοιπορεῖτω

(그는) 걸어라

쌍수 ὁδοιπόρειτον

(너희 둘은) 걸어라

ὁδοιπορεῖτων

(그 둘은) 걸어라

복수 ὁδοιπόρειτε

(너희는) 걸어라

ὁδοιποροῦντων, ὁδοιπορεῖτωσαν

(그들은) 걸어라

부정사 ὁδοιπόρειν

걷는 것

분사 남성여성중성
ὁδοιπορων

ὁδοιπορουντος

ὁδοιπορουσα

ὁδοιπορουσης

ὁδοιπορουν

ὁδοιπορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁδοιπόρουμαι

ὁδοιπόρει, ὁδοιπόρῃ

ὁδοιπόρειται

쌍수 ὁδοιπόρεισθον

ὁδοιπόρεισθον

복수 ὁδοιποροῦμεθα

ὁδοιπόρεισθε

ὁδοιπόρουνται

접속법단수 ὁδοιπόρωμαι

ὁδοιπόρῃ

ὁδοιπόρηται

쌍수 ὁδοιπόρησθον

ὁδοιπόρησθον

복수 ὁδοιπορώμεθα

ὁδοιπόρησθε

ὁδοιπόρωνται

기원법단수 ὁδοιποροίμην

ὁδοιπόροιο

ὁδοιπόροιτο

쌍수 ὁδοιπόροισθον

ὁδοιποροίσθην

복수 ὁδοιποροίμεθα

ὁδοιπόροισθε

ὁδοιπόροιντο

명령법단수 ὁδοιπόρου

ὁδοιπορεῖσθω

쌍수 ὁδοιπόρεισθον

ὁδοιπορεῖσθων

복수 ὁδοιπόρεισθε

ὁδοιπορεῖσθων, ὁδοιπορεῖσθωσαν

부정사 ὁδοιπόρεισθαι

분사 남성여성중성
ὁδοιπορουμενος

ὁδοιπορουμενου

ὁδοιπορουμενη

ὁδοιπορουμενης

ὁδοιπορουμενον

ὁδοιπορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὡδοιπο͂ρουν

(나는) 걷고 있었다

ὡδοιπο͂ρεις

(너는) 걷고 있었다

ὡδοιπο͂ρειν*

(그는) 걷고 있었다

쌍수 ὡδοιπόρειτον

(너희 둘은) 걷고 있었다

ὡδοιπορεῖτην

(그 둘은) 걷고 있었다

복수 ὡδοιπόρουμεν

(우리는) 걷고 있었다

ὡδοιπόρειτε

(너희는) 걷고 있었다

ὡδοιπο͂ρουν

(그들은) 걷고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὡδοιποροῦμην

ὡδοιπόρου

ὡδοιπόρειτο

쌍수 ὡδοιπόρεισθον

ὡδοιπορεῖσθην

복수 ὡδοιποροῦμεθα

ὡδοιπόρεισθε

ὡδοιπόρουντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 걷다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION