νῑκάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
νῑκάω
νῑκήσω
ἐνῑ́κησα
νενῑ́κηκα
νενῑ́κημαι
ἐνῑκήθην
Structure:
νῑκά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I conquer, prevail, win
- I prevail, I am superior
- (of opinions) I prevail
- (with infinitive) I succeed
- (law) I win my cause
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Πρω‐ τεσίλαόν τ’ ἐπὶ θάκοισ πεσσῶν ἡδομένουσ μορ‐ φαῖσι πολυπλόκοισ Παλαμήδεά θ’, ὃν τέκε παῖσ ὁ Ποσει‐ δᾶνοσ, Διομήδεά θ’ ἡδο‐ ναῖσ δίσκου κεχαρημένον, παρὰ δὲ Μηριόνην, Ἄρεοσ ὄζον, θαῦμα βροτοῖσιν, τὸν ἀπὸ νησαίων τ’ ὀρέων Λαέρτα τόκον, ἅμα δὲ Νι‐ ρέα, κάλλιστον Ἀχαιῶν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 13)
- ὁ δὲ εἰσ πατρίδοσ ἀποκινδυνεύων σωτηρίαν, καὶ ταῦτα στρατηγὸσ καὶ ἄρχων, οὐκ οἶδα μὴ μεῖζόν τι παραβαίνει καὶ πρεσβύτερον τὸ πρὸσ τοὺσ πολίτασ δίκαιον, οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνο ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι φοβούμενοσ μὲν εἰσ πόλεμον ἐμβαλεῖν τὴν πόλιν ὁ Φωκίων ἀπέσχετο τοῦ Νι. (Plutarch, chapter 32 4:1)
- ναμ, υτ διχιμυσ, λυξιυσ ξειονιυσ ξομμοδυσ ϝερυσ ηελιυσ ξαεσαρ ̔ναμ ηισ ομνιβυσ νομινιβυσ αππελλατυσ εστ̓ περιιτ σεπυλτυσθυε εστ ιμπερατοριο φυνερε, νεθυε θυιξθυαμ δε ρεγια νι μορτισ ηαβυιτ διγνιτατεμ, δολυιτ εργο ιλλιυσ μορτεμ υτ βονυσ πατερ, νον υτ βονυσ πρινξεπσ, ναμ ξυμ αμιξι σολλιξιτι θυαερερεντ, θυι αδοπταρι ποσσετ, ηαδριανυσ διχισσε φερτυρ ιισ· (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, helius, chapter 6 5:2)
- ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ’ ἀρετὴ ’νί. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 124)
- τὸ σκέλοσ μου δήσεισ, τὴν προαίρεσιν δὲ οὐδ’ ὁ Ζεὺσ νι κῆσαι δύναται. (Epictetus, Works, book 1, 23:8)
Synonyms
-
I conquer
-
I prevail
- μαντεύω (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἰᾱτρεύω (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἰᾱτρεύω (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἰῶμαι ()
- ἡγοῦμαι (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἐργάζομαι (Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil)
- ἐπικρατέω (to be superior)
- ἰσχύω ( to prevail)
- περιγίγνομαι (to be superior to, to prevail over, overcome)
-
I prevail
-
I succeed
- διαδέχομαι (to succeed)
- ἐπιτυγχάνω (to succeed in)
- ἰσχύω ( to prevail)
- πρόειμι (to go on well, succeed)
- ἐπιτυγχάνω (to be successful in, to succeed, be successful)
- ἐπαρκέω (to be sufficient, to prevail)
- ἐφαιρέομαι (to be chosen to succeed)
- ἐπισχύω (to prevail, be urgent)
- ἀποβαίνω (to turn out, to turn out well, succeed)
- μεταλαμβάνω (to take after, to succeed to)
- ῥέπω ( to preponderate, prevail)
- ὑπερίσχω (to be above, to prevail over)
-
I win my cause
-