χελιδών
Third declension Noun; Feminine
동물
Transliteration:
Principal Part:
χελιδών
χελιδόνος
Structure:
χελιδων
(Stem)
Sense
- the swallow
- the frog in a horse's foot
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἄνοιγ’ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 60 2:3)
- "τὰσ δ’ ἀνθήσεισ λαμβάνειν δεῖ συνακολουθοῦντα τοῖσ ἄστροισ τὸ ἡλιοτρόπιον καλούμενον καὶ τὸ χελιδόνιον καὶ γὰρ τοῦτο ἅμα τῇ χελιδόνι ἀνθεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 32 1:3)
- ψιθυρισμοῦ μὲν γὰρ ἥκιστα χελιδόνι μέτεστι, λαλιᾶσ δὲ καὶ πολυφωνίασ οὐ μᾶλλον ἢ κίτταισ καὶ πέρδιξι καὶ ἀλεκτορίσιν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 9:1)
- ἡ δ’ ὑπὸ καλὸν ἀείσε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν. (Homer, Odyssey, Book 21 56:4)
- αὐτὴ δ’ αἰθαλόεντοσ ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον ἕζετ’ ἀναί̈ξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην. (Homer, Odyssey, Book 22 39:2)
- ἄρτι νεηγενέων σε, χελιδονί, μητέρα τέκνων, ἄρτι σε θάλπουσαν παῖδασ ὑπὸ πτέρυγι, ἀίξασ ἔντοσθε νεοσσοκόμοιο καλιῆσ νόσφισεν ὠδίνων τετραέλικτοσ ὄφισ, καὶ σὲ κινυρομέναν ὁπότ’ ἀθρόοσ ἦλθε δαΐζων, ἤριπεν ἐσχαρίου λάβρον ἐπ’ ἄσθμα πυρόσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2102)
Synonyms
-
the swallow
-
the frog in a horse's foot