Ancient Greek-English Dictionary Language

ὠκύπτερος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὠκύπτερος ὠκύπτερον

Structure: ὠκυπτερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ptero/n

Sense

  1. swift-winged
  2. the long quill-feathers in a wing

Examples

  • ὁ μὲν γὰρ Ἴκαροσ ἅτε κηρῷ τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένοσ, ἐπειδὴ τάχιστα πρὸσ τὸν ἥλιον ἐκεῖνοσ ἐτάκη, πτερορρυήσασ εἰκότωσ κατέπεσεν ἡμῖν δ’ ἀκήρωτα ἦν τὰ ὠκύπτερα, πῶσ λέγεισ ; (Lucian, Icaromenippus, (no name) 3:3)
  • ὄρνεον δὲ καὶ τοῦτό ἐστι μέγιστον, ἀντὶ τῶν πτερῶν λαχάνοισ πάντῃ λάσιον, τὰ δὲ ὠκύπτερα ἔχει θριδακίνησ φύλλοισ μάλιστα προσεοικότα. (Lucian, Verae Historiae, book 1 13:5)
  • "ὅθεν οἱ νοῦν ἔχοντεσ αὐτοὶ προϊένται καὶ περικόπτουσιν ὥσπερ ὠκύπτερα τῶν γυναικῶν τὰ περιττὰ χρήματα, τρυφὰσ ἐμποιοῦντα καὶ χαυνότητασ ἀβεβαίουσ καὶ κενάσ, ὑφ’ ὧν ἐπαιρόμεναι πολλάκισ ἀποπέτονται · (Plutarch, Amatorius, section 74)
  • οὐ γὰρ’ ὅγ’ αἰθερίοιο φυὴν ἔχεν οἰωνοῖο, ἶσα δ’ ἐυξέστοισ ὠκύπτερα πάλλεν ἐρετμοῖσ, δηρὸν δ’. (Apollodorus, Argonautica, book 2 21:12)
  • ἦ γάρ σευ τὰ ποδηγὰ Πόθων ὠκύπτερα κόψασ, χαλκόδετον σφίγξω σοῖσ περὶ ποσσὶ πέδην. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 179 1:1)

Synonyms

  1. swift-winged

  2. the long quill-feathers in a wing

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION