헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑστερέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑστερέω

형태분석: ὑστερέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: u(/steros

  1. 울다, 히힝 울다
  2. 뒤따라가다, 따라오다
  3. 필요로 하다, 요구하다
  4. 실패하다, 떨어져 있다, 실수하다
  1. to be behind or later, come late
  2. to come later than, come too late for, came, after, had come too late, to fail to assist
  3. to come after, to come too late
  4. to come short of, be inferior to
  5. to come short of, fail to obtain
  6. to be in want
  7. to fail, be wanting

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑστέρω

ὑστέρεις

ὑστέρει

쌍수 ὑστέρειτον

ὑστέρειτον

복수 ὑστέρουμεν

ὑστέρειτε

ὑστέρουσιν*

접속법단수 ὑστέρω

ὑστέρῃς

ὑστέρῃ

쌍수 ὑστέρητον

ὑστέρητον

복수 ὑστέρωμεν

ὑστέρητε

ὑστέρωσιν*

기원법단수 ὑστέροιμι

ὑστέροις

ὑστέροι

쌍수 ὑστέροιτον

ὑστεροίτην

복수 ὑστέροιμεν

ὑστέροιτε

ὑστέροιεν

명령법단수 ὑστε͂ρει

ὑστερεῖτω

쌍수 ὑστέρειτον

ὑστερεῖτων

복수 ὑστέρειτε

ὑστεροῦντων, ὑστερεῖτωσαν

부정사 ὑστέρειν

분사 남성여성중성
ὑστερων

ὑστερουντος

ὑστερουσα

ὑστερουσης

ὑστερουν

ὑστερουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑστέρουμαι

ὑστέρει, ὑστέρῃ

ὑστέρειται

쌍수 ὑστέρεισθον

ὑστέρεισθον

복수 ὑστεροῦμεθα

ὑστέρεισθε

ὑστέρουνται

접속법단수 ὑστέρωμαι

ὑστέρῃ

ὑστέρηται

쌍수 ὑστέρησθον

ὑστέρησθον

복수 ὑστερώμεθα

ὑστέρησθε

ὑστέρωνται

기원법단수 ὑστεροίμην

ὑστέροιο

ὑστέροιτο

쌍수 ὑστέροισθον

ὑστεροίσθην

복수 ὑστεροίμεθα

ὑστέροισθε

ὑστέροιντο

명령법단수 ὑστέρου

ὑστερεῖσθω

쌍수 ὑστέρεισθον

ὑστερεῖσθων

복수 ὑστέρεισθε

ὑστερεῖσθων, ὑστερεῖσθωσαν

부정사 ὑστέρεισθαι

분사 남성여성중성
ὑστερουμενος

ὑστερουμενου

ὑστερουμενη

ὑστερουμενης

ὑστερουμενον

ὑστερουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "Λάκιον τὸν Ἀργεῖον ἕνα τῶν σὺν Μόψῳ ἀφικομένων, ὅν τινεσ μὲν Λίνδιον εἶναι λέγουσιν, ἀδελφὸν δὲ Ἀντιφήμου τοῦ Γέλαν οἰκίσαντοσ, εἰσ τὴν Φασήλιδα ὑπὸ Μόψου μετ’ ἀνδρῶν πεμφθέντα κατά τινα λόγον Μαντοῦσ τῆσ Μόψου μητρόσ, ὅτε αἱ πρύμναι τῶν ἰδίων νηῶν συνέβαλον καὶ συνεθραύσθησαν κατὰ Χελιδονίασ τῶν μετὰ τοῦ Λακίου διὰ τὸ ὑστερεῖν αὐτῶν νυκτὸσ προσβαλόντων ἀγοράσαι δ’ αὐτὸν τὴν γῆν λέγεται, οὗ ἡ πόλισ νῦν ἐστι, καθὰ ἡ Μαντὼ προεῖπε, παρὰ Κυλάβρα τινὸσ δόντα τάριχον τοῦτον γὰρ ἑλέσθαι λαβεῖν αὐτὸν ἀφ’ ὧν ἦγον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 51 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 51 1:4)

  • καὶ κατ’ ἔμπτωσιν δὲ ἀμφοτέρων ἅμα, τῷ τάχει συντονωτέρῳ κεχρῆσθαι πρὸσ ἡμᾶσ τὴν ἀστραπήν, ὑστερεῖν δὲ τὴν βροντήν, καθά περ ἐπ’ ἐνίων ἐξ ἀποστήματοσ θεωρουμένων καὶ πληγάσ τινασ ποιουμένων. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 102:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 102:4)

  • καὶ παρήγγειλαν οἱ στρατηγοὶ τοῖσ πλήθεσιν, ὅταν σημήνῃ, μηδένα τῶν κατὰ τὸ στρατόπεδον ὑστερεῖν, ὡσ ἀπολειφθησόμενον τὸν βραδύνοντα. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 10 21:3)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 10 21:3)

  • ἀλλὰ μηδὲ ἀναβάλλεσθαι τὴν ἀπόδοσιν, ἀλλ’ αὐθημερὸν ἐκτίνειν ὡσ οὐ βουλομένου τοῦ θεοῦ τῆσ ἐξ ὧν πεπόνηκε χρήσεωσ ὑστερεῖν τὸν ἐργασάμενον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 4 372:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 4 372:3)

  • τήν τε γὰρ φυλὴν ἐξ ἧσ ὑπῆρχε πλήθουσ ὑστερεῖν καὶ νέον αὐτὸν εἶναι καὶ τηλικούτων πραγμάτων ἀσθενέστερον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 5 273:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 5 273:2)

유의어

  1. to be behind or later

  2. 울다

  3. 뒤따라가다

  4. to come short of

  5. to come short of

  6. 필요로 하다

  7. 실패하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION