헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσελλείπω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσελλείπω

형태분석: προς (접두사) + ἐλλείπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be still wanting

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσελλείπω

προσελλείπεις

προσελλείπει

쌍수 προσελλείπετον

προσελλείπετον

복수 προσελλείπομεν

προσελλείπετε

προσελλείπουσιν*

접속법단수 προσελλείπω

προσελλείπῃς

προσελλείπῃ

쌍수 προσελλείπητον

προσελλείπητον

복수 προσελλείπωμεν

προσελλείπητε

προσελλείπωσιν*

기원법단수 προσελλείποιμι

προσελλείποις

προσελλείποι

쌍수 προσελλείποιτον

προσελλειποίτην

복수 προσελλείποιμεν

προσελλείποιτε

προσελλείποιεν

명령법단수 προσέλλειπε

προσελλειπέτω

쌍수 προσελλείπετον

προσελλειπέτων

복수 προσελλείπετε

προσελλειπόντων, προσελλειπέτωσαν

부정사 προσελλείπειν

분사 남성여성중성
προσελλειπων

προσελλειποντος

προσελλειπουσα

προσελλειπουσης

προσελλειπον

προσελλειποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσελλείπομαι

προσελλείπει, προσελλείπῃ

προσελλείπεται

쌍수 προσελλείπεσθον

προσελλείπεσθον

복수 προσελλειπόμεθα

προσελλείπεσθε

προσελλείπονται

접속법단수 προσελλείπωμαι

προσελλείπῃ

προσελλείπηται

쌍수 προσελλείπησθον

προσελλείπησθον

복수 προσελλειπώμεθα

προσελλείπησθε

προσελλείπωνται

기원법단수 προσελλειποίμην

προσελλείποιο

προσελλείποιτο

쌍수 προσελλείποισθον

προσελλειποίσθην

복수 προσελλειποίμεθα

προσελλείποισθε

προσελλείποιντο

명령법단수 προσελλείπου

προσελλειπέσθω

쌍수 προσελλείπεσθον

προσελλειπέσθων

복수 προσελλείπεσθε

προσελλειπέσθων, προσελλειπέσθωσαν

부정사 προσελλείπεσθαι

분사 남성여성중성
προσελλειπομενος

προσελλειπομενου

προσελλειπομενη

προσελλειπομενης

προσελλειπομενον

προσελλειπομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be still wanting

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION