- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποπέμπω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: hypopempō 고전 발음: [휘뽀뻼뽀:] 신약 발음: [위뽀뺌뽀]

기본형: ὑποπέμπω ὑποπέμψω

형태분석: ὑπο (접두사) + πέμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to send under, to be sent beneath
  2. to send secretly: to send as a spy, send in a false character

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποπέμπω

ὑποπέμπεις

ὑποπέμπει

쌍수 ὑποπέμπετον

ὑποπέμπετον

복수 ὑποπέμπομεν

ὑποπέμπετε

ὑποπέμπουσι(ν)

접속법단수 ὑποπέμπω

ὑποπέμπῃς

ὑποπέμπῃ

쌍수 ὑποπέμπητον

ὑποπέμπητον

복수 ὑποπέμπωμεν

ὑποπέμπητε

ὑποπέμπωσι(ν)

기원법단수 ὑποπέμποιμι

ὑποπέμποις

ὑποπέμποι

쌍수 ὑποπέμποιτον

ὑποπεμποίτην

복수 ὑποπέμποιμεν

ὑποπέμποιτε

ὑποπέμποιεν

명령법단수 ὑποπέμπε

ὑποπεμπέτω

쌍수 ὑποπέμπετον

ὑποπεμπέτων

복수 ὑποπέμπετε

ὑποπεμπόντων, ὑποπεμπέτωσαν

부정사 ὑποπέμπειν

분사 남성여성중성
ὑποπεμπων

ὑποπεμποντος

ὑποπεμπουσα

ὑποπεμπουσης

ὑποπεμπον

ὑποπεμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποπέμπομαι

ὑποπέμπει, ὑποπέμπῃ

ὑποπέμπεται

쌍수 ὑποπέμπεσθον

ὑποπέμπεσθον

복수 ὑποπεμπόμεθα

ὑποπέμπεσθε

ὑποπέμπονται

접속법단수 ὑποπέμπωμαι

ὑποπέμπῃ

ὑποπέμπηται

쌍수 ὑποπέμπησθον

ὑποπέμπησθον

복수 ὑποπεμπώμεθα

ὑποπέμπησθε

ὑποπέμπωνται

기원법단수 ὑποπεμποίμην

ὑποπέμποιο

ὑποπέμποιτο

쌍수 ὑποπέμποισθον

ὑποπεμποίσθην

복수 ὑποπεμποίμεθα

ὑποπέμποισθε

ὑποπέμποιντο

명령법단수 ὑποπέμπου

ὑποπεμπέσθω

쌍수 ὑποπέμπεσθον

ὑποπεμπέσθων

복수 ὑποπέμπεσθε

ὑποπεμπέσθων, ὑποπεμπέσθωσαν

부정사 ὑποπέμπεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποπεμπομενος

ὑποπεμπομενου

ὑποπεμπομενη

ὑποπεμπομενης

ὑποπεμπομενον

ὑποπεμπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to send under

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION