헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποφεύγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποφεύγω ὑποφεύξομαι

형태분석: ὑπο (접두사) + φεύγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 피하다, 신중하다, 회피하다, 거부하다, 거절하다
  2. 철수하다, 철수시키다, 떠나가다
  1. to flee from under, shun, to withdraw from, endeavour to evade
  2. to retire a little, withdraw

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποφεύγω

(나는) 피한다

ὑποφεύγεις

(너는) 피한다

ὑποφεύγει

(그는) 피한다

쌍수 ὑποφεύγετον

(너희 둘은) 피한다

ὑποφεύγετον

(그 둘은) 피한다

복수 ὑποφεύγομεν

(우리는) 피한다

ὑποφεύγετε

(너희는) 피한다

ὑποφεύγουσιν*

(그들은) 피한다

접속법단수 ὑποφεύγω

(나는) 피하자

ὑποφεύγῃς

(너는) 피하자

ὑποφεύγῃ

(그는) 피하자

쌍수 ὑποφεύγητον

(너희 둘은) 피하자

ὑποφεύγητον

(그 둘은) 피하자

복수 ὑποφεύγωμεν

(우리는) 피하자

ὑποφεύγητε

(너희는) 피하자

ὑποφεύγωσιν*

(그들은) 피하자

기원법단수 ὑποφεύγοιμι

(나는) 피하기를 (바라다)

ὑποφεύγοις

(너는) 피하기를 (바라다)

ὑποφεύγοι

(그는) 피하기를 (바라다)

쌍수 ὑποφεύγοιτον

(너희 둘은) 피하기를 (바라다)

ὑποφευγοίτην

(그 둘은) 피하기를 (바라다)

복수 ὑποφεύγοιμεν

(우리는) 피하기를 (바라다)

ὑποφεύγοιτε

(너희는) 피하기를 (바라다)

ὑποφεύγοιεν

(그들은) 피하기를 (바라다)

명령법단수 ὑποφεύγε

(너는) 피해라

ὑποφευγέτω

(그는) 피해라

쌍수 ὑποφεύγετον

(너희 둘은) 피해라

ὑποφευγέτων

(그 둘은) 피해라

복수 ὑποφεύγετε

(너희는) 피해라

ὑποφευγόντων, ὑποφευγέτωσαν

(그들은) 피해라

부정사 ὑποφεύγειν

피하는 것

분사 남성여성중성
ὑποφευγων

ὑποφευγοντος

ὑποφευγουσα

ὑποφευγουσης

ὑποφευγον

ὑποφευγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποφεύγομαι

(나는) 피된다

ὑποφεύγει, ὑποφεύγῃ

(너는) 피된다

ὑποφεύγεται

(그는) 피된다

쌍수 ὑποφεύγεσθον

(너희 둘은) 피된다

ὑποφεύγεσθον

(그 둘은) 피된다

복수 ὑποφευγόμεθα

(우리는) 피된다

ὑποφεύγεσθε

(너희는) 피된다

ὑποφεύγονται

(그들은) 피된다

접속법단수 ὑποφεύγωμαι

(나는) 피되자

ὑποφεύγῃ

(너는) 피되자

ὑποφεύγηται

(그는) 피되자

쌍수 ὑποφεύγησθον

(너희 둘은) 피되자

ὑποφεύγησθον

(그 둘은) 피되자

복수 ὑποφευγώμεθα

(우리는) 피되자

ὑποφεύγησθε

(너희는) 피되자

ὑποφεύγωνται

(그들은) 피되자

기원법단수 ὑποφευγοίμην

(나는) 피되기를 (바라다)

ὑποφεύγοιο

(너는) 피되기를 (바라다)

ὑποφεύγοιτο

(그는) 피되기를 (바라다)

쌍수 ὑποφεύγοισθον

(너희 둘은) 피되기를 (바라다)

ὑποφευγοίσθην

(그 둘은) 피되기를 (바라다)

복수 ὑποφευγοίμεθα

(우리는) 피되기를 (바라다)

ὑποφεύγοισθε

(너희는) 피되기를 (바라다)

ὑποφεύγοιντο

(그들은) 피되기를 (바라다)

명령법단수 ὑποφεύγου

(너는) 피되어라

ὑποφευγέσθω

(그는) 피되어라

쌍수 ὑποφεύγεσθον

(너희 둘은) 피되어라

ὑποφευγέσθων

(그 둘은) 피되어라

복수 ὑποφεύγεσθε

(너희는) 피되어라

ὑποφευγέσθων, ὑποφευγέσθωσαν

(그들은) 피되어라

부정사 ὑποφεύγεσθαι

피되는 것

분사 남성여성중성
ὑποφευγομενος

ὑποφευγομενου

ὑποφευγομενη

ὑποφευγομενης

ὑποφευγομενον

ὑποφευγομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπέφευγον

(나는) 피하고 있었다

ὑπέφευγες

(너는) 피하고 있었다

ὑπέφευγεν*

(그는) 피하고 있었다

쌍수 ὑπεφεύγετον

(너희 둘은) 피하고 있었다

ὑπεφευγέτην

(그 둘은) 피하고 있었다

복수 ὑπεφεύγομεν

(우리는) 피하고 있었다

ὑπεφεύγετε

(너희는) 피하고 있었다

ὑπέφευγον

(그들은) 피하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεφευγόμην

(나는) 피되고 있었다

ὑπεφεύγου

(너는) 피되고 있었다

ὑπεφεύγετο

(그는) 피되고 있었다

쌍수 ὑπεφεύγεσθον

(너희 둘은) 피되고 있었다

ὑπεφευγέσθην

(그 둘은) 피되고 있었다

복수 ὑπεφευγόμεθα

(우리는) 피되고 있었다

ὑπεφεύγεσθε

(너희는) 피되고 있었다

ὑπεφεύγοντο

(그들은) 피되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γενομένησ δὲ ἐπὶ πολὺ μάχησ καρτερᾶσ ἐνεδίδου ἤδη τὰ ἡμέτερα καὶ παρερρήγνυτο ἡ φάλαγξ, καὶ τέλοσ εἰσ δύο διεκόπη τὸ Σκυθικὸν ἅπαν, καὶ τὸ μὲν ὑπέφευγεν, οὐ πάνυ σαφῶσ ἡττημένον, ἀλλ’ ἀναχώρησισ ἐδόκει ἡ φυγή· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 53:6)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 53:6)

  • καί λαβὼν παρ’ αὐτοῦ χιλίουσ ἱππεῖσ καί δισχιλίουσ πελταστὰσ αὖθισ ἀνεχώρησεν εἰσ Φρυγίαν, καί κακῶσ ἐποίει τὴν Φαρναβάζου χώραν οὐχ ὑπομένοντοσ οὐδὲ πιστεύοντοσ τοῖσ ἐρύμασιν, ἀλλὰ ἔχων ἀεὶ τὰ πλεῖστα σὺν ἑαυτῷ τῶν τιμίων καί ἀγαπητῶν ἐξεχώρει καί ὑπέφευγεν ἄλλοτε ἀλλαχόσε τῆσ χώρασ μεθιδρυόμενοσ, μέχρι οὗ παραφυλάξασ αὐτὸν ὁ Σπιθριδάτησ καί παραλαβὼν Ἡριππίδαν τὸν Σπαρτιάτην ἔλαβε τὸ στρατόπεδον καί τῶν χρημάτων ἁπάντων ἐκράτησεν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 11 3:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 11 3:1)

  • κἀκεῖνοσ ἐξαπατῶν ὑπέφευγεν ἀεί, καὶ χωρία λαβὼν ἐπιτηδείωσ ἔχοντα πρὸσ πολλοὺσ μαχομένῳ μετ’ ὀλίγων φράγνυται στρατόπεδον, καὶ μάχησ ἔσχε τοὺσ ἑαυτοῦ πάσησ, ἀναγαγεῖν δὲ τὸν χάρακα καὶ τὰσ πύλασ ἀνοικοδομεῖν ὡσ δεδοικότασ ἠνάγκαζε, καταφρονηθῆναι στρατηγῶν, μέχρι οὗ σποράδην ὑπὸ θράσουσ προσβάλλοντασ ἐπεξελθὼν ἐτρέψατο καὶ πολλοὺσ αὐτῶν διέφθειρε. (Plutarch, Caesar, chapter 24 3:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 24 3:1)

  • Ἄρατοσ δὲ ἀπὸ συγκειμένου πρὸσ τοὺσ Ἀρκάδασ ὑπέφευγεν αὐτόσ τε καὶ ὁ σὺν αὐτῷ στρατὸσ οἱᾶ δὴ τῶν Λακεδαιμονίων σφίσιν ἐγκειμένων· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 10 10:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 10 10:1)

유의어

  1. 철수하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION