헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερτείνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπερτείνω ὑπερτενῶ

형태분석: ὑπερ (접두사) + τείν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뻗다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다, 거치다, 안으로 던지다, 펴다, 옮기다, 셈하다, 접근하다
  2. 초과하다, 능가하다, 넘어서다
  1. to stretch or lay over, to hold out over to, to stretch over, to stretch, over, for protection, to stretch, over
  2. to strain to the uttermost
  3. to stretch or jut out over, to outflank
  4. to exceed the measure or number of, to exceed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερτείνω

(나는) 뻗는다

ὑπερτείνεις

(너는) 뻗는다

ὑπερτείνει

(그는) 뻗는다

쌍수 ὑπερτείνετον

(너희 둘은) 뻗는다

ὑπερτείνετον

(그 둘은) 뻗는다

복수 ὑπερτείνομεν

(우리는) 뻗는다

ὑπερτείνετε

(너희는) 뻗는다

ὑπερτείνουσιν*

(그들은) 뻗는다

접속법단수 ὑπερτείνω

(나는) 뻗자

ὑπερτείνῃς

(너는) 뻗자

ὑπερτείνῃ

(그는) 뻗자

쌍수 ὑπερτείνητον

(너희 둘은) 뻗자

ὑπερτείνητον

(그 둘은) 뻗자

복수 ὑπερτείνωμεν

(우리는) 뻗자

ὑπερτείνητε

(너희는) 뻗자

ὑπερτείνωσιν*

(그들은) 뻗자

기원법단수 ὑπερτείνοιμι

(나는) 뻗기를 (바라다)

ὑπερτείνοις

(너는) 뻗기를 (바라다)

ὑπερτείνοι

(그는) 뻗기를 (바라다)

쌍수 ὑπερτείνοιτον

(너희 둘은) 뻗기를 (바라다)

ὑπερτεινοίτην

(그 둘은) 뻗기를 (바라다)

복수 ὑπερτείνοιμεν

(우리는) 뻗기를 (바라다)

ὑπερτείνοιτε

(너희는) 뻗기를 (바라다)

ὑπερτείνοιεν

(그들은) 뻗기를 (바라다)

명령법단수 ὑπερτείνε

(너는) 뻗어라

ὑπερτεινέτω

(그는) 뻗어라

쌍수 ὑπερτείνετον

(너희 둘은) 뻗어라

ὑπερτεινέτων

(그 둘은) 뻗어라

복수 ὑπερτείνετε

(너희는) 뻗어라

ὑπερτεινόντων, ὑπερτεινέτωσαν

(그들은) 뻗어라

부정사 ὑπερτείνειν

뻗는 것

분사 남성여성중성
ὑπερτεινων

ὑπερτεινοντος

ὑπερτεινουσα

ὑπερτεινουσης

ὑπερτεινον

ὑπερτεινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερτείνομαι

(나는) 뻗힌다

ὑπερτείνει, ὑπερτείνῃ

(너는) 뻗힌다

ὑπερτείνεται

(그는) 뻗힌다

쌍수 ὑπερτείνεσθον

(너희 둘은) 뻗힌다

ὑπερτείνεσθον

(그 둘은) 뻗힌다

복수 ὑπερτεινόμεθα

(우리는) 뻗힌다

ὑπερτείνεσθε

(너희는) 뻗힌다

ὑπερτείνονται

(그들은) 뻗힌다

접속법단수 ὑπερτείνωμαι

(나는) 뻗히자

ὑπερτείνῃ

(너는) 뻗히자

ὑπερτείνηται

(그는) 뻗히자

쌍수 ὑπερτείνησθον

(너희 둘은) 뻗히자

ὑπερτείνησθον

(그 둘은) 뻗히자

복수 ὑπερτεινώμεθα

(우리는) 뻗히자

ὑπερτείνησθε

(너희는) 뻗히자

ὑπερτείνωνται

(그들은) 뻗히자

기원법단수 ὑπερτεινοίμην

(나는) 뻗히기를 (바라다)

ὑπερτείνοιο

(너는) 뻗히기를 (바라다)

ὑπερτείνοιτο

(그는) 뻗히기를 (바라다)

쌍수 ὑπερτείνοισθον

(너희 둘은) 뻗히기를 (바라다)

ὑπερτεινοίσθην

(그 둘은) 뻗히기를 (바라다)

복수 ὑπερτεινοίμεθα

(우리는) 뻗히기를 (바라다)

ὑπερτείνοισθε

(너희는) 뻗히기를 (바라다)

ὑπερτείνοιντο

(그들은) 뻗히기를 (바라다)

명령법단수 ὑπερτείνου

(너는) 뻗혀라

ὑπερτεινέσθω

(그는) 뻗혀라

쌍수 ὑπερτείνεσθον

(너희 둘은) 뻗혀라

ὑπερτεινέσθων

(그 둘은) 뻗혀라

복수 ὑπερτείνεσθε

(너희는) 뻗혀라

ὑπερτεινέσθων, ὑπερτεινέσθωσαν

(그들은) 뻗혀라

부정사 ὑπερτείνεσθαι

뻗히는 것

분사 남성여성중성
ὑπερτεινομενος

ὑπερτεινομενου

ὑπερτεινομενη

ὑπερτεινομενης

ὑπερτεινομενον

ὑπερτεινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερέτεινον

(나는) 뻗고 있었다

ὑπερέτεινες

(너는) 뻗고 있었다

ὑπερέτεινεν*

(그는) 뻗고 있었다

쌍수 ὑπερετείνετον

(너희 둘은) 뻗고 있었다

ὑπερετεινέτην

(그 둘은) 뻗고 있었다

복수 ὑπερετείνομεν

(우리는) 뻗고 있었다

ὑπερετείνετε

(너희는) 뻗고 있었다

ὑπερέτεινον

(그들은) 뻗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερετεινόμην

(나는) 뻗히고 있었다

ὑπερετείνου

(너는) 뻗히고 있었다

ὑπερετείνετο

(그는) 뻗히고 있었다

쌍수 ὑπερετείνεσθον

(너희 둘은) 뻗히고 있었다

ὑπερετεινέσθην

(그 둘은) 뻗히고 있었다

복수 ὑπερετεινόμεθα

(우리는) 뻗히고 있었다

ὑπερετείνεσθε

(너희는) 뻗히고 있었다

ὑπερετείνοντο

(그들은) 뻗히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰσ ὁδοὺσ κωλύουσι κατοικοδομεῖν, καὶ δρυφάκτουσ ὑπὲρ τῶν ὁδῶν ὑπερτείνειν, καὶ ὀχετοὺσ μετεώρουσ εἰσ τὴν ὁδὸν ἔκρουν ἔχοντασ ποιεῖν, καὶ τὰσ θυρίδασ εἰσ τὴν ὁδὸν ἀνοίγειν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 50 2:4)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 50 2:4)

  • "οὔτε γὰρ οὕτωσ ᾤετο δεῖν ὥσπερ ἐν τοῖσ φιδιτίοισ δέχεσθαι ζωμῷ καὶ κρεᾳδίοισ ἀφελῶσ οὔτε πάλιν οὕτωσ ὑπερτείνειν ὡσ εἰσ τὸ μηθὲν δαπανᾶν, ὑπερβάλλοντα τὸ σύμμετρον τῆσ διαίτησ, τὸ μὲν γὰρ ἀνελεύθερον ἐνόμιζε, τὸ δ’ ὑπερήφανον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 2016)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 2016)

  • ταύταισ δὲ κατόπιν ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον, τοὺσ τριαρίουσ κληθέντασ, ἐπὶ μίαν παρεκτείναντεσ ναῦν, ὡσ ὑπερτείνειν ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρουσ τοὺσ πρὸ ἑαυτῶν. (Polybius, Histories, book 1, chapter 26 15:1)

    (폴리비오스, Histories, book 1, chapter 26 15:1)

유의어

  1. 뻗다

  2. to strain to the uttermost

  3. to stretch or jut out over

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION