ὑπερθέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπερθέω
ὑπερθεύσομαι
형태분석:
ὑπερ
(접두사)
+
θέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 넘다, 초과하다, 초월하다
- to run beyond, to double
- to outstrip, outdo
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὥστε ἀπόδυθι αὐτάσ, ἐπεὶ καταδύσεισ τὸ σκάφοσ τὸν ἕτερον πόδα ὑπερθεὶσ μόνον· (Lucian, Dialogi mortuorum, 8:9)
(루키아노스, Dialogi mortuorum, 8:9)
- ἦν δὲ παραπλήσιοσ μὲν Δελφικῷ τρίποδι καὶ τοὔνομ’ ἐντεῦθεν ἔσχεν, τὴν δὲ χρῆσιν τριπλῆσ κιθάρασ παρείχετο, τῶν γὰρ ποδῶν ἑστώτων ἐπί τινοσ βάσεωσ εὐστρόφου, καθάπερ αἱ τῶν περιάκτων δίφρων κατασκευάζονται, θέσεισ, τὰσ μέσασ τρεῖσ χώρασ τὰσ ἀπὸ ποδὸσ ἐπὶ πόδα διεστώσασ ἐνέτεινε χορδαῖσ, ὑπερθεὶσ ἑκάστῃ πῆχυν καὶ κάτω προσαρμόσασ χορδοτόνια, καὶ τὸν ἐπάνω κόσμον κοινὸν τοῦ λέβητοσ καὶ τῶν παρηρτημένων ἠχείων ἀποδούσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:21)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:21)
- ἀνέστρεψε δ’ οὖν ὑπερθεὶσ τὰ αὐτὰ ὄρη κατ’ ἄλλασ ὁδοὺσ ἐπιτομωτέρασ ἐν ἀριστερᾷ ἔχων τὴν Ἰνδικήν, εἶτ’ ἐπέστρεψεν εὐθὺσ ἐπ’ αὐτὴν καὶ τοὺσ ὁρ́ουσ τοὺσ ἑσπερίουσ αὐτῆσ καὶ τὸν Κώφην ποταμὸν καὶ τὸν Χοάσπην, ὃσ εἰσ τὸν Κώφην ἐμβάλλει ποταμὸν κατὰ Πλημύριον πόλιν, ῥυεὶσ παρὰ Γώρυδι ἄλλην πόλιν, καὶ διεξιὼν τήν τε Βανδοβηνὴν καὶ τὴν Γανδαρῖτιν. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 52:8)
(스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 52:8)
- ἐντεῦθεν δ’ ἐπεραίωσε τὴν στρατιὰν ἑνδεκαταῖοσ εἰσ Μυὸσ ὁρ́μον, εἶθ’ ὑπερθεὶσ εἰσ Κοπτὸν μετὰ τῶν σωθῆναι δυναμένων κατῆρεν εἰσ Ἀλεξάνδρειαν· (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 47:37)
(스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 47:37)
파생어
- ἀμφιθέω (to run round about)
- ἀντιθέω (to run against, compete in a race, to run contrary ways)
- ἀπιθέω (he disobeyed)
- ἀποθέω (도망가다, 튀다)
- διαθέω (뛰어다니다, 경주를 뛰다)
- διεκθέω (꿰뚫다, 찔러 넣다)
- εἰσθέω (맞부딪치다)
- ἐκθέω (만기가 되다)
- ἐπιθέω (to run at or after)
- θέω (달리다, 뛰다, 날다)
- καταθέω (흘러내리다, 흘러 내려가다)
- μεταθέω (뒤쫓다, 쫓다, 맹목적으로 따르다)
- παραθέω (to run beside or alongside, to run beyond, outrun)
- περιθέω (돌다, 회전시키다, 두르다)
- προεκθέω (to run out before, sally from the ranks, rush on)
- προθέω (to run before, he was, ahead)
- προκαταθέω (to run down before)
- προσθέω (to run towards or to)
- συνθέω (계승하다, 성공하다, 잇따라 일어나다)
- ὑπεκθέω (to run off secretly or gradually)
- ὑποθέω (to run in under, make a secret attack, to run in before)