헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερόπτης

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπερόπτης

형태분석: ὑπεροπτ (어간) + ης (어미)

어원: u(pero/yomai

  1. a contemner, disdainer of, disdainful, haughty

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὀψὲ ζηλοτυπεῖσ, ὦ Ἐνιπεῦ, ὑπερόπτησ πρότερον ὤν· (Lucian, Dialogi Marini, enipeus and poseidon, chapter 23)

    (루키아노스, Dialogi Marini, enipeus and poseidon, chapter 23)

  • ἐνίουσ δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν ἰδόντεσ, ὁπόσοι ἦσαν τῶν ἔναγχοσ τετελευτηκότων οἱ δὲ ἐνεκαλύπτοντό τε καὶ ἀπεστρέφοντο, εἰ δὲ καὶ προσβλέποιεν, μάλα δουλοπρεπέσ τι καὶ κολακευτικόν, καὶ ταῦτα πῶσ οἰεί βαρεῖσ ὄντεσ καὶ ὑπερόπται παρὰ τὸν βίον; (Lucian, Necyomantia, (no name) 14:4)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 14:4)

  • καὶ μὴν εἴ τισ ὑπερόπτησ εἰή ἢ τύραννοσ πλούσιοσ ὑβριστήσ, ἀράμενοσ αὐτὸν ὅσον ἐπὶ σταδίουσ εἴκοσιν ἀφῆκα φέρεσθαι κατὰ τῶν κρημνῶν. (Lucian, 75:3)

    (루키아노스, 75:3)

  • ὑπερόπται γὰρ αἰσθανόμενοι γίγνονται παῦ̓, ὦ τάλαινα, δακρύουσα, καὶ ἤν μοι πείθῃ, ἅπαξ ἢ δὶσ ἀπόκλεισον ἐλθόντα· (Lucian, Dialogi meretricii, 2:18)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:18)

  • μιαρὸν τὸ φῦλον, ὑποκριταὶ φιλίασ, ἄγευστοι παρρησίασ, πλουσίων μὲν κόλακεσ πενήτων δ’ ὑπερόπται, ὡσ ἐκ λυρικῆσ τέχνησ ἐπὶ τοὺσ· (Plutarch, De liberis educandis, section 17 13:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 17 13:1)

  • φύσει δὲ βαρὺσ ὢν καὶ ὑπερόπτησ, καὶ τοῖσ λόγοισ οὐχ ἧττον ἢ τοῖσ πράγμασι τραχύσ, πολλοὺσ καὶ νέουσ καὶ δυνατοὺσ ἄνδρασ ἐξηγρίαινε καὶ παρώξυνε· (Plutarch, Demetrius, chapter 28 2:2)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 28 2:2)

  • τὸν δὲ ἄλλον τρόπον ἀνώμαλόσ τισ ἐοίκε γεγονέναι καὶ διάφοροσ πρὸσ ἑαυτόν, ἀφελέσθαι πολλά, χαρίσασθαι πλείονα, τιμῆσαι παραλόγωσ, παραλόγωσ ἐφυβρίσαι, θεραπεύειν ὧν δέοιτο, θρύπτεσθαι πρὸσ τοὺσ δεομένουσ, ὥστε ἀγνοεῖσθαι πότερον ὑπερόπτησ φύσει μᾶλλον ἢ κόλαξ γέγονε. (Plutarch, Sulla, chapter 6 7:4)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 6 7:4)

  • ἄγριοσ εἶ, πρὸσ πάντα παλίγκοτοσ, ἢ ὑπερόπτησ; (Theocritus, Idylls, 32)

    (테오크리토스, Idylls, 32)

유의어

  1. a contemner

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION