ὑπερκύπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπερκύπτω
ὑπερκύψω
형태분석:
ὑπερ
(접두사)
+
κύπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 위반하다, 초과하다, 넘다
- to stretch and peep over
- to step beyond, overstep
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- φημὶ δὲ πολλῶν ὄλβον ὑπερκύπτειν τὸν σὸν ἀπὸ κραδίησ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2502)
(작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 2502)
- τινὰσ δ’ ἐπιτηδεύειν φασὶν ὅπωσ ὡσ μακροκεφαλώτατοι φανοῦνται καὶ προπεπτωκότεσ τοῖσ μετώποισ ὥσθ’ ὑπερκύπτειν τῶν γενείων. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 11 11:12)
(스트라본, 지리학, Book 11, chapter 11 11:12)
- πρότερον μέν γε οὐδ’ εἴκοσι πλοῖα ἐθάρρει τὸν Ἀράβιον κόλπον διαπερᾶν ὥστε ἔξω τῶν στενῶν ὑπερκύπτειν, νῦν δὲ καὶ στόλοι μεγάλοι στέλλονται μέχρι τῆσ Ἰνδικῆσ καὶ τῶν ἄκρων τῶν Αἰθιοπικῶν, ἐξ ὧν ὁ πολυτιμότατοσ κομίζεται φόρτοσ εἰσ τὴν Αἴγυπτον, κἀντεῦθεν πάλιν εἰσ τοὺσ ἄλλουσ ἐκπέμπεται τόπουσ, ὥστε τὰ τέλη διπλάσια συνάγεται τὰ μὲν εἰσαγωγικὰ τὰ δὲ ἐξαγωγικά· (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 25:7)
(스트라본, 지리학, book 17, chapter 1 25:7)
유의어
-
to stretch and peep over
-
위반하다
파생어
- ἀνακύπτω (불거지다, 생기다, 생겨나다)
- διακύπτω (to stoop and creep through, to stoop so as to peep in)
- ἐγκύπτω (to stoop down and peep in, to look closely into, stooping to the ground)
- ἐκκύπτω (to peep out of)
- ἐπικύπτω (to bend oneself or stoop over, to stoop down, to lean upon)
- κατακύπτω (굽히다, 낮추다)
- κύπτω (I bend forward, stoop down, I hang my head from shame)
- παρακύπτω (to stoop sideways, to stoop for the purpose of looking at, to look sideways at)
- προκύπτω (to stoop and bend forward, to peep out)
- προσκύπτω (~하는 경향이 있다, 기울어지다)
- συγκύπτω (to bend forwards, stoop and lay heads together, in concert)
- ὑποκύπτω (멍에로 잇다, 연합하다, 묶다)