헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακύπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακύπτω κατακύψω

형태분석: κατα (접두사) + κύπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 굽히다, 낮추다
  1. to bend down, stoop, bend down and peep into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακύπτω

(나는) 굽힌다

κατακύπτεις

(너는) 굽힌다

κατακύπτει

(그는) 굽힌다

쌍수 κατακύπτετον

(너희 둘은) 굽힌다

κατακύπτετον

(그 둘은) 굽힌다

복수 κατακύπτομεν

(우리는) 굽힌다

κατακύπτετε

(너희는) 굽힌다

κατακύπτουσιν*

(그들은) 굽힌다

접속법단수 κατακύπτω

(나는) 굽히자

κατακύπτῃς

(너는) 굽히자

κατακύπτῃ

(그는) 굽히자

쌍수 κατακύπτητον

(너희 둘은) 굽히자

κατακύπτητον

(그 둘은) 굽히자

복수 κατακύπτωμεν

(우리는) 굽히자

κατακύπτητε

(너희는) 굽히자

κατακύπτωσιν*

(그들은) 굽히자

기원법단수 κατακύπτοιμι

(나는) 굽히기를 (바라다)

κατακύπτοις

(너는) 굽히기를 (바라다)

κατακύπτοι

(그는) 굽히기를 (바라다)

쌍수 κατακύπτοιτον

(너희 둘은) 굽히기를 (바라다)

κατακυπτοίτην

(그 둘은) 굽히기를 (바라다)

복수 κατακύπτοιμεν

(우리는) 굽히기를 (바라다)

κατακύπτοιτε

(너희는) 굽히기를 (바라다)

κατακύπτοιεν

(그들은) 굽히기를 (바라다)

명령법단수 κατακύπτε

(너는) 굽혀라

κατακυπτέτω

(그는) 굽혀라

쌍수 κατακύπτετον

(너희 둘은) 굽혀라

κατακυπτέτων

(그 둘은) 굽혀라

복수 κατακύπτετε

(너희는) 굽혀라

κατακυπτόντων, κατακυπτέτωσαν

(그들은) 굽혀라

부정사 κατακύπτειν

굽히는 것

분사 남성여성중성
κατακυπτων

κατακυπτοντος

κατακυπτουσα

κατακυπτουσης

κατακυπτον

κατακυπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακύπτομαι

(나는) 굽는다

κατακύπτει, κατακύπτῃ

(너는) 굽는다

κατακύπτεται

(그는) 굽는다

쌍수 κατακύπτεσθον

(너희 둘은) 굽는다

κατακύπτεσθον

(그 둘은) 굽는다

복수 κατακυπτόμεθα

(우리는) 굽는다

κατακύπτεσθε

(너희는) 굽는다

κατακύπτονται

(그들은) 굽는다

접속법단수 κατακύπτωμαι

(나는) 굽자

κατακύπτῃ

(너는) 굽자

κατακύπτηται

(그는) 굽자

쌍수 κατακύπτησθον

(너희 둘은) 굽자

κατακύπτησθον

(그 둘은) 굽자

복수 κατακυπτώμεθα

(우리는) 굽자

κατακύπτησθε

(너희는) 굽자

κατακύπτωνται

(그들은) 굽자

기원법단수 κατακυπτοίμην

(나는) 굽기를 (바라다)

κατακύπτοιο

(너는) 굽기를 (바라다)

κατακύπτοιτο

(그는) 굽기를 (바라다)

쌍수 κατακύπτοισθον

(너희 둘은) 굽기를 (바라다)

κατακυπτοίσθην

(그 둘은) 굽기를 (바라다)

복수 κατακυπτοίμεθα

(우리는) 굽기를 (바라다)

κατακύπτοισθε

(너희는) 굽기를 (바라다)

κατακύπτοιντο

(그들은) 굽기를 (바라다)

명령법단수 κατακύπτου

(너는) 구워라

κατακυπτέσθω

(그는) 구워라

쌍수 κατακύπτεσθον

(너희 둘은) 구워라

κατακυπτέσθων

(그 둘은) 구워라

복수 κατακύπτεσθε

(너희는) 구워라

κατακυπτέσθων, κατακυπτέσθωσαν

(그들은) 구워라

부정사 κατακύπτεσθαι

굽는 것

분사 남성여성중성
κατακυπτομενος

κατακυπτομενου

κατακυπτομενη

κατακυπτομενης

κατακυπτομενον

κατακυπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακύψω

(나는) 굽히겠다

κατακύψεις

(너는) 굽히겠다

κατακύψει

(그는) 굽히겠다

쌍수 κατακύψετον

(너희 둘은) 굽히겠다

κατακύψετον

(그 둘은) 굽히겠다

복수 κατακύψομεν

(우리는) 굽히겠다

κατακύψετε

(너희는) 굽히겠다

κατακύψουσιν*

(그들은) 굽히겠다

기원법단수 κατακύψοιμι

(나는) 굽히겠기를 (바라다)

κατακύψοις

(너는) 굽히겠기를 (바라다)

κατακύψοι

(그는) 굽히겠기를 (바라다)

쌍수 κατακύψοιτον

(너희 둘은) 굽히겠기를 (바라다)

κατακυψοίτην

(그 둘은) 굽히겠기를 (바라다)

복수 κατακύψοιμεν

(우리는) 굽히겠기를 (바라다)

κατακύψοιτε

(너희는) 굽히겠기를 (바라다)

κατακύψοιεν

(그들은) 굽히겠기를 (바라다)

부정사 κατακύψειν

굽힐 것

분사 남성여성중성
κατακυψων

κατακυψοντος

κατακυψουσα

κατακυψουσης

κατακυψον

κατακυψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακύψομαι

(나는) 굽겠다

κατακύψει, κατακύψῃ

(너는) 굽겠다

κατακύψεται

(그는) 굽겠다

쌍수 κατακύψεσθον

(너희 둘은) 굽겠다

κατακύψεσθον

(그 둘은) 굽겠다

복수 κατακυψόμεθα

(우리는) 굽겠다

κατακύψεσθε

(너희는) 굽겠다

κατακύψονται

(그들은) 굽겠다

기원법단수 κατακυψοίμην

(나는) 굽겠기를 (바라다)

κατακύψοιο

(너는) 굽겠기를 (바라다)

κατακύψοιτο

(그는) 굽겠기를 (바라다)

쌍수 κατακύψοισθον

(너희 둘은) 굽겠기를 (바라다)

κατακυψοίσθην

(그 둘은) 굽겠기를 (바라다)

복수 κατακυψοίμεθα

(우리는) 굽겠기를 (바라다)

κατακύψοισθε

(너희는) 굽겠기를 (바라다)

κατακύψοιντο

(그들은) 굽겠기를 (바라다)

부정사 κατακύψεσθαι

구울 것

분사 남성여성중성
κατακυψομενος

κατακυψομενου

κατακυψομενη

κατακυψομενης

κατακυψομενον

κατακυψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέκυπτον

(나는) 굽히고 있었다

κατέκυπτες

(너는) 굽히고 있었다

κατέκυπτεν*

(그는) 굽히고 있었다

쌍수 κατεκύπτετον

(너희 둘은) 굽히고 있었다

κατεκυπτέτην

(그 둘은) 굽히고 있었다

복수 κατεκύπτομεν

(우리는) 굽히고 있었다

κατεκύπτετε

(너희는) 굽히고 있었다

κατέκυπτον

(그들은) 굽히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκυπτόμην

(나는) 굽고 있었다

κατεκύπτου

(너는) 굽고 있었다

κατεκύπτετο

(그는) 굽고 있었다

쌍수 κατεκύπτεσθον

(너희 둘은) 굽고 있었다

κατεκυπτέσθην

(그 둘은) 굽고 있었다

복수 κατεκυπτόμεθα

(우리는) 굽고 있었다

κατεκύπτεσθε

(너희는) 굽고 있었다

κατεκύπτοντο

(그들은) 굽고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καίσαροσ δ’ αὐτοὺσ περιθέοντόσ τε καὶ σὺν ὀνείδει μακρὰν ἔτι τὸν Πομπήιον ὄντα ἐπεδεικνύοντοσ, καὶ ἐφορῶντοσ τὰ σημεῖα ἀπερρίπτουν καὶ ἔφευγον, οἱ δὲ μόλισ ὑπ’ αἰδοῦσ κατέκυπτον ἐσ τὴν γῆν ἄπρακτοι· (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 9 6:2)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 9 6:2)

유의어

  1. 굽히다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION