τρωγλοδύτης
1군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
τρωγλοδύτης
τρωγλοδύτου
형태분석:
τρωγλοδυτ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- 굴뚝새
- One who crawls in holes or caves, such as a snake or fox.
- A caveman
- A wren (of the genus Troglodytes)
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ τὴν γλῶτταν, ὥσπερ ὄργανόν τι πολύχορδον, εὐπετῶσ τρέπουσα καθ’ ἣν βούλοιτο διάλεκτον ὀλίγοισ παντάπασι δἰ ἑρμηνέωσ ἐνετύγχανε βαρβάροισ, τοῖσ δὲ πλείστοισ αὐτὴ δἰ αὑτῆσ ἀπεδίδου τὰσ ἀποκρίσεισ, οἱο͂ν Αἰθίοψι, Τρωγλοδύταισ, Ἑβραίοισ, Ἄραψι, Σύροισ, Μήδοισ, Παρθυαίοισ. (Plutarch, Antony, chapter 27 3:2)
(플루타르코스, Antony, chapter 27 3:2)
- καὶ πρώτουσ ἔπεισι τοὺσ τὸν Ἀράβιον κόλπον ἀφορίζοντασ καὶ ἀντικειμένουσ τοῖσ Τρωγλοδύταισ, ἀρξάμενοσ ἀπὸ τοῦ Ποσειδίου. (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 35:2)
(스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 35:2)
- αἳ τῶν τοῦ πατρὸσ ποιμνίων ἐπιμελούμεναι διὰ τὸ ταύτην ὑπουργίαν εἶναι καὶ γυναιξὶν ἐπιχώριον παρὰ τοῖσ Τρωγλοδύταισ φθάσασαι τὸ αὔταρκεσ ἐκ τοῦ φρέατοσ ἀνέσπασαν ὕδωρ τοῖσ ποιμνίοισ εἰσ δεξαμενάσ, αἳ πρὸσ ἐκδοχὴν τοῦ ὕδατοσ ἐγεγόνεισαν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 321:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 321:1)