Ancient Greek-English Dictionary Language

τοξεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τοξεύω

Structure: τοξεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shoot with the bow, at a, to aim at, to use the bow, having shot
  2. to shoot or hit with an arrow, to be struck by an arrow
  3. to shoot from a bow, to discharge, send forth, hath shot

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοξεύω τοξεύεις τοξεύει
Dual τοξεύετον τοξεύετον
Plural τοξεύομεν τοξεύετε τοξεύουσιν*
SubjunctiveSingular τοξεύω τοξεύῃς τοξεύῃ
Dual τοξεύητον τοξεύητον
Plural τοξεύωμεν τοξεύητε τοξεύωσιν*
OptativeSingular τοξεύοιμι τοξεύοις τοξεύοι
Dual τοξεύοιτον τοξευοίτην
Plural τοξεύοιμεν τοξεύοιτε τοξεύοιεν
ImperativeSingular τόξευε τοξευέτω
Dual τοξεύετον τοξευέτων
Plural τοξεύετε τοξευόντων, τοξευέτωσαν
Infinitive τοξεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοξευων τοξευοντος τοξευουσα τοξευουσης τοξευον τοξευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοξεύομαι τοξεύει, τοξεύῃ τοξεύεται
Dual τοξεύεσθον τοξεύεσθον
Plural τοξευόμεθα τοξεύεσθε τοξεύονται
SubjunctiveSingular τοξεύωμαι τοξεύῃ τοξεύηται
Dual τοξεύησθον τοξεύησθον
Plural τοξευώμεθα τοξεύησθε τοξεύωνται
OptativeSingular τοξευοίμην τοξεύοιο τοξεύοιτο
Dual τοξεύοισθον τοξευοίσθην
Plural τοξευοίμεθα τοξεύοισθε τοξεύοιντο
ImperativeSingular τοξεύου τοξευέσθω
Dual τοξεύεσθον τοξευέσθων
Plural τοξεύεσθε τοξευέσθων, τοξευέσθωσαν
Infinitive τοξεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοξευομενος τοξευομενου τοξευομενη τοξευομενης τοξευομενον τοξευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τῷ λόγῳ δὲ νῦν ἂν μάλιστα ἀνηβᾶν καὶ ἀνθεῖν καὶ ἀκμάζειν καθ’ ὡρ́αν εἰή καὶ ἕλκειν τῶν ὤτων ὅσουσ ἂν πλείστουσ δύνηται, καὶ τοξεύειν πολλάκισ, ὡσ οὐδέν γε δέοσ μὴ κενωθεὶσ λάθοι ὁ γωρυτὸσ αὐτῷ. (Lucian, Hercules, 8:2)
  • ὥστε ἀφέντασ τὴν κόνιν καὶ τὸ ἔλαιον δίδασκε αὐτοὺσ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν μὴ κοῦφα διδοὺσ τὰ ἀκόντια καὶ οἱᾶ διαφέρεσθαι πρὸσ τὸν ἄνεμον, ἀλλ’ ἔστω λόγχη βαρεῖα μετὰ συριγμοῦ ἑλιττομένη καὶ λίθοσ χειροπληθὴσ καὶ σάγαρισ καὶ γέρρον ἐν τῇ ἀριστερᾷ καὶ θώραξ καὶ κράνοσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 32:5)
  • ὁ δὲ Ἀπόλλων προσποιεῖται μὲν πάντα εἰδέναι καὶ τοξεύειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ἰατρὸσ εἶναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ καταστησάμενοσ ἐργαστήρια τῆσ μαντικῆσ τὸ μὲν ἐν Δελφοῖσ, τὸ δὲ ἐν Κλάρῳ καὶ ἐν Διδύμοισ ἐξαπατᾷ τοὺσ χρωμένουσ αὐτῷ λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸσ ἑκάτερον τῆσ ἐρωτήσεωσ ἀποκρινόμενοσ, ὡσ ἀκίνδυνον εἶναι τὸ σφάλμα. (Lucian, Dialogi deorum, 2:1)
  • ὦ Τόξαρι, οὐ μόνον ἄρα τοξεύειν ἀγαθοὶ ἦσαν Σκύθαι καὶ τὰ πολεμικὰ τῶν ἄλλων ἀμείνουσ, ἀλλὰ καὶ ῥῆσιν εἰπεῖν ἁπάντων πιθανώτατοι. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 8:1)
  • ἐπεὶ τὸ τοιοῦτον ὅμοιον ἂν εἶναι τοῖσ τῶν παιδίων οἰκοδομήμασιν, ἃ κατασκευάσαντεσ ἐκεῖνοι ἀσθενῆ εὐθὺσ ἀνατρέπουσιν, ἢ καὶ νὴ Δία τοῖσ τοξεύειν μελετῶσιν, οἳ κάρφη τινὰ συνδήσαντεσ, ἔπειτα ἐπὶ κοντοῦ πήξαντεσ οὐ πόρρω προθέμενοι στοχάζονται ἀφιέντεσ, καὶ ἢν τύχωσί ποτε καὶ διαπείρωσι τὰ κάρφη, ἀνέκραγον εὐθὺσ ὥσ τι μέγα ποιήσαντεσ, εἰ διεξελήλυθεν αὐτοῖσ τὸ βέλοσ διὰ τῶν φρυγάνων. (Lucian, 69:2)

Synonyms

  1. to shoot with the bow

  2. to shoot or hit with an arrow

  3. to shoot from a bow

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION