Ancient Greek-English Dictionary Language

διατοξεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διατοξεύω διατοξεύσω

Structure: δια (Prefix) + τοξεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shoot through.

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατοξεύω διατοξεύεις διατοξεύει
Dual διατοξεύετον διατοξεύετον
Plural διατοξεύομεν διατοξεύετε διατοξεύουσιν*
SubjunctiveSingular διατοξεύω διατοξεύῃς διατοξεύῃ
Dual διατοξεύητον διατοξεύητον
Plural διατοξεύωμεν διατοξεύητε διατοξεύωσιν*
OptativeSingular διατοξεύοιμι διατοξεύοις διατοξεύοι
Dual διατοξεύοιτον διατοξευοίτην
Plural διατοξεύοιμεν διατοξεύοιτε διατοξεύοιεν
ImperativeSingular διατόξευε διατοξευέτω
Dual διατοξεύετον διατοξευέτων
Plural διατοξεύετε διατοξευόντων, διατοξευέτωσαν
Infinitive διατοξεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατοξευων διατοξευοντος διατοξευουσα διατοξευουσης διατοξευον διατοξευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατοξεύομαι διατοξεύει, διατοξεύῃ διατοξεύεται
Dual διατοξεύεσθον διατοξεύεσθον
Plural διατοξευόμεθα διατοξεύεσθε διατοξεύονται
SubjunctiveSingular διατοξεύωμαι διατοξεύῃ διατοξεύηται
Dual διατοξεύησθον διατοξεύησθον
Plural διατοξευώμεθα διατοξεύησθε διατοξεύωνται
OptativeSingular διατοξευοίμην διατοξεύοιο διατοξεύοιτο
Dual διατοξεύοισθον διατοξευοίσθην
Plural διατοξευοίμεθα διατοξεύοισθε διατοξεύοιντο
ImperativeSingular διατοξεύου διατοξευέσθω
Dual διατοξεύεσθον διατοξευέσθων
Plural διατοξεύεσθε διατοξευέσθων, διατοξευέσθωσαν
Infinitive διατοξεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατοξευομενος διατοξευομενου διατοξευομενη διατοξευομενης διατοξευομενον διατοξευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατοξεύσω διατοξεύσεις διατοξεύσει
Dual διατοξεύσετον διατοξεύσετον
Plural διατοξεύσομεν διατοξεύσετε διατοξεύσουσιν*
OptativeSingular διατοξεύσοιμι διατοξεύσοις διατοξεύσοι
Dual διατοξεύσοιτον διατοξευσοίτην
Plural διατοξεύσοιμεν διατοξεύσοιτε διατοξεύσοιεν
Infinitive διατοξεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατοξευσων διατοξευσοντος διατοξευσουσα διατοξευσουσης διατοξευσον διατοξευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατοξεύσομαι διατοξεύσει, διατοξεύσῃ διατοξεύσεται
Dual διατοξεύσεσθον διατοξεύσεσθον
Plural διατοξευσόμεθα διατοξεύσεσθε διατοξεύσονται
OptativeSingular διατοξευσοίμην διατοξεύσοιο διατοξεύσοιτο
Dual διατοξεύσοισθον διατοξευσοίσθην
Plural διατοξευσοίμεθα διατοξεύσοισθε διατοξεύσοιντο
Infinitive διατοξεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατοξευσομενος διατοξευσομενου διατοξευσομενη διατοξευσομενης διατοξευσομενον διατοξευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to shoot through

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION