- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τόξευμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: toxeuma 고전 발음: [똑세] 신약 발음: [똑세]

기본형: τόξευμα τόξευματος

형태분석: τοξευματ (어간)

어원: from τοξεύω

  1. 화살, 다트, 나사못, 갈대로 만든 물건, 낚시대 등, 펜
  1. that which is shot, an arrow, bowshot, an arrow, bow-shot
  2. the archery

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τόξευμα

화살이

τοξεύματε

화살들이

τοξεύματα

화살들이

속격 τοξεύματος

화살의

τοξευμάτοιν

화살들의

τοξευμάτων

화살들의

여격 τοξεύματι

화살에게

τοξευμάτοιν

화살들에게

τοξεύμασι(ν)

화살들에게

대격 τόξευμα

화살을

τοξεύματε

화살들을

τοξεύματα

화살들을

호격 τόξευμα

화살아

τοξεύματε

화살들아

τοξεύματα

화살들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰς ὃν διαβουλευόμενοι ἐλοιδόρουν, καὶ ἐνεῖχον αὐτῷ κύριοι τοξευμάτων. (Septuagint, Liber Genesis 49:23)

    (70인역 성경, 창세기 49:23)

  • καὶ ἵππευσε καὶ ἐπορεύθη Ἰοὺ καὶ κατέβη εἰς Ἰεζράελ, ὅτι Ἰωρὰμ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐθαραπεύετο ἐν τῷ Ἰεζράελ ἀπὸ τῶν τοξευμάτων, ὧν κατετόξευσαν αὐτὸν οἱ Ἀραμὶν ἐν τῇ Ραμμὰθ ἐν τῷ πολέμῳ μετὰ Ἀζαὴλ βασιλέως Συρίας, ὅτι αὐτὸς δυνατὸς καὶ ἀνὴρ δυνάμεως, καὶ Ὀχοζίας βασιλεὺς Ἰούδα κατέβη ἰδεῖν τὸν Ἰωράμ. (Septuagint, Liber II Regum 9:16)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 9:16)

  • οἳ καὶ τὸν Μακκαβαῖον μέσον λαβόντες καὶ σκεπάζοντες ταῖς ἑαυτῶν πανοπλίαις ἄτρωτον διεφύλαττον, εἰς δὲ τοὺς ὑπεναντίους τοξεύματα καὶ κεραυνοὺς ἐξερρίπτουν. διὸ συγχυθέντες ἀορασίᾳ κατεκόπτοντο ταραχῆς πεπληρωμένοι. (Septuagint, Liber Maccabees II 10:30)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 10:30)

  • ἢ ὡς ἔλαφος τοξεύματι πεπληγὼς εἰς τὸ ἧπαρ, σπεύδει δὲ ὥσπερ ὄρνεον εἰς παγίδα, οὐκ εἰδὼς ὅτι περὶ ψυχῆς τρέχει. (Septuagint, Liber Proverbiorum 7:23)

    (70인역 성경, 잠언 7:23)

  • ρόπαλον καὶ μάχαιρα καὶ τόξευμα ἀκιδωτόν, οὕτως καὶ ἀνὴρ ὁ καταμαρτυρῶν τοῦ φίλου αὐτοῦ μαρτυρίαν ψευδῆ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 25:19)

    (70인역 성경, 잠언 25:19)

  • ἀνθρώπων καὶ ἁβρῶν, οὐκ οἶσθα ὡς πρὸ σοῦ μύριοι μετὰ Κλεάρχου ἀνελθόντες ἐκράτησαν οὐδ᾿ ἐς χεῖρας ὑπομεινάντων ἐλθεῖν ἐκείνων, ἀλλὰ πρὶν ἢ τὸ τόξευμα ἐξικνεῖσθαι φυγόντων· (Lucian, Dialogi mortuorum, 4:1)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 4:1)

  • καὶ ἧλος τὸ τόξευμα τοῦ θώρακος πρὸς τὸ σῶμα. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 13 30:1)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 13 30:1)

  • ἡρ´παστο γὰρ μετὰ τοῦ βέλους, καὶ τὸν κάλαμον ἐν τοῖς σπλάγχνοις εἶχε, καὶ δεσμὸς ἦν αὐτῷ καὶ ἧλος τὸ τόξευμα τοῦ θώρακος πρὸς τὸ σῶμα. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 12 13:3)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 12 13:3)

  • πρὶν δὲ τόξευμα ἐξικνεῖσθαι ἐκκλίνουσιν οἱ βάρβαροι καὶ φεύγουσι. (Xenophon, Anabasis, , chapter 8 20:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 8 20:1)

유의어

  1. the archery

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION