- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Τίτυρος?

2군 변화 명사; 남성 고유 동물 식물 로마알파벳 전사: Tityros 고전 발음: [띠뛰로] 신약 발음: [띠뛰로]

기본형: Τίτυρος Τιτύρου

형태분석: Τιτυρ (어간) + ος (어미)

  1. 사튀로스 (Σάτυρος, Σατύρου)
  2. 흔한 양치기의 이름
  3. (동물) 꼬리 짧은 영장류
  4. (동물) 숫양의 이름
  5. (동물) 새의 일종
  6. (식물) 갈대
  1. satyr
  2. a common shepherd's name
  3. short-tailed ape
  4. name for the bell-wether
  5. a kind of bird
  6. reed or pipe

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 Τίτυρος

사튀로스가

Τιτύρω

사튀로스들이

Τίτυροι

사튀로스들이

속격 Τιτύρου

사튀로스의

Τιτύροιν

사튀로스들의

Τιτύρων

사튀로스들의

여격 Τιτύρῳ

사튀로스에게

Τιτύροιν

사튀로스들에게

Τιτύροις

사튀로스들에게

대격 Τίτυρον

사튀로스를

Τιτύρω

사튀로스들을

Τιτύρους

사튀로스들을

호격 Τίτυρε

사튀로스야

Τιτύρω

사튀로스들아

Τίτυροι

사튀로스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀμέλει δὲ καὶ πίθηκον θρέψαι δεινὸς καὶ τίτυρον κτήσασθαι καὶ Σικελικὰς περιστερὰς καὶ δορκαδείους ἀστραγάλους καὶ Θουριακὰς τῶν στρογγύλων ληκύθους καὶ βακτηρίας τῶν σκολιῶν ἐκ Λακεδαίμονος καὶ αὐλαίαν ἔχουσαν Πέρσας ἐνυφασμένους, καὶ αὐλίδιον παλαιστριαῖον κόνιν ἔχον καὶ σφαιριστήριον. (Theophrastus, Characters, 9:1)

    (테오프라스토스, Characters, 9:1)

  • Κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα, ταὶ δέ μοι αἶγες βόσκονται κατ ὄρος, καὶ ὁ Τίτυρος αὐτὰς ἐλαύνει. (Theocritus, Idylls, 1)

    (테오크리토스, Idylls, 1)

  • Τίτυρ ἐμὶν τὸ καλὸν πεφιλαμένε, βόσκε τὰς αἶγας, καὶ ποτὶ τὰν κράναν ἄγε Τίτυρε, καὶ τὸν ἐνόρχαν τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα φυλάσσεο, μή τι κορύψῃ. (Theocritus, Idylls, 2)

    (테오크리토스, Idylls, 2)

  • ὁ δὲ Τίτυρος ἐγγύθεν ᾀσεῖ, ὥς ποκα τᾶς Ξενέας ἠράσσατο Δάφνις ὁ βούτας, χὡς ὄρος ἀμφ ἐπονεῖτο, καὶ ὡς δρύες αὐτὸν ἐθρήνευν, Ἱμέρα αἵτε φύοντι παρ ὄχθῃσιν ποταμοῖο, εὖτε χιὼν ὥς τις κατετάκετο μακρὸν ὑφ Αἷμον ἢ Ἄθω ἢ ῾Ροδόπαν ἢ Καύκασον ἐσχατόωντα. (Theocritus, Idylls, 37)

    (테오크리토스, Idylls, 37)

  • Τιτύρου ἢ Χιμάρου καὶ Σηκίδος, Συρακούσιος, ἢ ἐκ πόλεως Κράστου τῶν Σικανῶν: (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , section2)

    (작자 미상, 비가, , section2)

  • τῆς μέντοι Κυδωνίας ὄρος ἐστὶ Τίτυρος, ἐν ᾧ ἱερόν ἐστιν οὐ Δικταῖον ἀλλὰ Δικτύνναιον. (Strabo, Geography, Book 10, chapter 4 17:10)

    (스트라본, 지리학, Book 10, chapter 4 17:10)

유의어

  1. 사튀로스

  2. 새의 일종

  3. 갈대

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION