Ancient Greek-English Dictionary Language

τιμωρητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τιμωρητικός τιμωρητική τιμωρητικόν

Structure: τιμωρητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from timwre/w

Sense

  1. revengeful, acts of revenge

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ γὰρ ἡμεῖσ τὴν βλασφημίαν ὅτι δυσμενείασ σημεῖόν ἐστι προβαλλόμεθα, καὶ τοὺσ κακῶσ ἡμᾶσ λέγοντασ ἐχθροὺσ νομίζομεν ὡσ καὶ κακῶσ φρονοῦντασ, ὁρᾷσ δ’ οἱᾶ περὶ τῶν θεῶν οἱ δεισιδαίμονεσ φρονοῦσιν, ἐμπλήκτουσ ἀπίστουσ, εὐμεταβόλουσ τιμωρητικοὺσ ὠμοὺσ μικρολύπουσ ὑπολαμβάνοντεσ, ἐξ ὧν ἀνάγκη καὶ μισεῖν τὸν δεισιδαίμονα καὶ φοβεῖσθαι τοὺσ θεούσ. (Plutarch, De superstitione, section 114)
  • οὕτωσ πανταχόθεν τὰ πρὸσ ἐπιείκειαν περιεσκέψατο, διδασκαλικοῖσ μὲν τοῖσ προειρημένοισ χρησάμενοσ νόμοισ, τοὺσ δ’ αὖ κατὰ τῶν παραβαινόντων τιμωρητικοὺσ τάξασ ἄνευ προφάσεωσ. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 178:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION